Editorial

Editorial

Στην πορεία των Ελληνικών Σιδηροδρόμων, εκτός από τα ιστορικά εκείνα στοιχεία που συνθέτουν τη διαδρομή τους από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, σημαντική θέση κατέχουν οι εγκαταστάσεις και το τροχαίο υλικό, που αποτελούν «μνημεία»[1] της βιομηχανικής αρχαιολογίας της χώρας μας. Η βιομηχανική αρχαιολογία,[2] όρος σχετικά καινούργιος και σαν τέτοιος άγνωστος ίσως στο ευρύ κοινό, ερευνά, καταγράφει, διασώζει, αποκαθιστά και αναδεικνύει όλα εκείνα τα κατάλοιπα του παρελθόντος που συνθέτουν τη βιομηχανική και τεχνική μας κληρονομιά. Στην τεχνολογία των σιδηροδρόμων,[3] αναφερόμενοι σε εγκαταστάσεις, εννοούμε[4] τα κτίρια των επιβατικών σταθμών όλων των κατηγοριών, τα κτίρια των στάσεων και των φυλακίων, τους αποθηκευτικούς χώρους, τα μηχανοστάσια, τα εργοστάσια, τα κτίρια της διοίκησης και εκμετάλλευσης των γραμμών καθώς και τις κατοικίες του προσωπικού των σιδηροδρόμων. Σαν εγκαταστάσεις αναφέρονται επίσης οι σιδηροτροχιές, ο μηχανολογικός και πάσης φύσεως τεχνικός εξοπλισμός και τα τεχνικά έργα, όπως είναι τα αναχώματα, οι γέφυρες και οι σήραγγες. Αναφερόμενοι στο τροχαίο υλικό εννοούμε, τις μηχανές και τα βαγόνια όλων των τύπων και κατηγοριών. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις και τα μεγάλα τεχνικά έργα, που δημιουργήθηκαν από τις εταιρείες που κατασκεύασαν τα σιδηροδρομικά δίκτυα και πού διασώζονται μέχρι σήμερα, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αργοπεθαίνουν από τα στοιχεία της φύσης αλλά και από την αδιαφορία και τα συμφέροντα των ανθρώπων. Σκοπός του ιστολογίου είναι να παρουσιάσει μία γενική εικόνα των κτιριακών εγκαταστάσεων και του μουσειακού κυρίως τροχαίου υλικού, των σιδηροδρομικών δικτύων της Μακεδονίας, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Και αυτό γίνεται στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας, που σκοπό έχει, αφ’ ενός να ενημερώσει και να ευαισθητοποιήσει το ευρύ κοινό, αφ’ ετέρου, να θέσει τους αρμόδιους ενώπιον των ευθυνών τους σε ζητήματα που αφορούν την πολιτιστική και τεχνολογική κληρονομιά της Ελλάδας. Τη σιδηροδρομική μας κληρονομιά. Στην αυγή του 21ου αιώνα, ο αέρας του εκσυγχρονισμού που πνέει στους Ελληνικούς Σιδηροδρόμους, παρασέρνει και αφανίζει συνάμα, ιστορία ενός και πλέον αιώνα.



[1] Η κήρυξη κτιρίου ως έργου τέχνης ή ιστορικού διατηρητέου μνημείου γίνεται σύμφωνα με το Ν. 1469/1950 «περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενέστερων του 1830», με το άρθρο 52 του Κ.Ν. 5351/1932 «περί Αρχαιοτήτων» και με το Ν. 2039/1992 «περί κύρωσης της σύμβασης για τη προστασία της Αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης».

[2] Ο πρώτος που προσδιόρισε τον όρο Βιομηχανική Αρχαιολογία ήταν ο Donald Dudley, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας, στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και οι πρώτες μελέτες οφείλονται στον καθηγητή Michael Rix. Bλ. Rainer Slotta, Εισαγωγή στη Βιομηχανική Αρχαιολογία, Μτφ. Άγη Παπαδοπούλου, Αθήνα (ΠΤΙ. ΕΤΒΑ), 1992 και Pinard Jacques, Η Βιομηχανική Αρχαιολογία, Μτφ. Γιώργου Σπανού, Αθήνα (ΠΤΙ. ΕΤΒΑ), 1992.

[3] Οι απαρχές της τεχνικής των σιδηροδρόμων σύμφωνα με την γνώμη πολλών ειδικών, βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα. Βλ. Εισήγηση του Χ. Η. Χαλαζιά, στο Α΄ Βαλκανικό Συνέδριο με θέμα «Σιδηρόδρομοι και Πολιτισμός», Θεσσαλονίκη 4 -5 Νοεμβρίου 1994. Πρβλ. Τότε τ. 56 (1995), σ. 9, Δ. Παπαδημητρίου, «Σιδηρόδρομοι στην Αρχαία Ελλάδα», στο Αλεξάνδρεια. Σιδηρόδρομος και πόλη. 1894-1994. Αφιερωματική έκδοση για τα 100 χρόνια σιδηροδρομικής σύνδεσης Θεσσαλονίκης- Μοναστηρίου και η επίδραση στην Αλεξάνδρεια. Αλεξάνδρεια 1994, σ. 11-12.

[4] Όλγα Τραγανού – Δεληγιάννη «Οι σιδηρόδρομοι και η ιστορία τους. Έρευνες και προσπάθειες διάσωσης και προστασίας» Ιστορία της Νεοελληνικής Τεχνολογίας, Α΄ τριήμερο εργασίας, Πάτρα 21-23 Οκτωβρίου 1988, Πρακτικά, Αθήνα (ΠΤΙ ΕΤΒΑ) 1991, σ. 154. Πρβλ. Κ. Γ. Αμπακούμκιν, Σιδηρόδρομοι, Αθήνα (Συμμετρία), 1990.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Σιδηρόδρομος Ζαχαροποιείου Ζωγραφίας (Zografia Sugar Factory Railway)


Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η καλλιέργεια των ζαχαρότευτλων ήταν άγνωστη στην Ελλάδα. Από το 1839 έως το 1841 υπήρξαν σχετικές συζητήσεις και παραχωρήθηκαν δημόσιες γαίες και προνόμια για την παραγωγή ζάχαρης αποκλειστικά από τεύτλα στην γαλλο-βελγική εταιρεία «Constant Roberti & Brutus Villeroi et Cie»[1]. Η σύμβαση που υπογράφηκε είχε δεκαετή διάρκεια και περιλάμβανε την ανέγερση ζαχαροποιείου στο Παλαιοχώρι της Λοκρίδας. Ως εγγύηση ορίστηκε το ποσό των 200.000 φράγκων που έπρεπε να καταθέσουν οι ενδιαφερόμενοι υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου στην Τράπεζα της Γαλλίας (Banque de France). Τα χρήματα όμως ουδέποτε κατετέθησαν και η σύμβαση ματαιώθηκε.         
Χρηστάκης Ζωγράφος (1820-1898)
«Κλειώ» (Αθήνα)
τ. Ε΄, αρ. 17 (113), 1/13 Σεπτεμβρίου 1889.
Ήδη από το 1874 ο «εν Κωνσταντινουπόλει» τραπεζίτης Χρηστάκης Εφένδης Ζωγράφος (1820-1898)[2] άρχισε να αγοράζει τσιφλίκια στη Θεσσαλία, οι αγορές των οποίων επιταχύνθηκαν μετά την απελευθέρωσή της το 1881[3] συντάσσοντας παράλληλα κανονισμούς λειτουργίας[4]. Το μεγαλύτερο από όλα τα κτήματα ήταν η «Λαζαρίνα», εκτάσεως 50.000 περίπου στρεμμάτων, τα οποία άλλοτε ανήκαν στον Αλή πασά των Ιωαννίνων. Βρισκόταν στις περιφέρειες των τότε δήμων Ιθώμης και Γόμφων της Καρδίτσας και περιλάμβανε 5 χωριά (Μαυρομμάτι, Γελάνθη, Καππά, Χάρμενα και Λαζαρίνα) με τα παρακείμενα δάση (14.000 στρέμματα) και τις καλλιεργήσιμες γαίες. Από τις τελευταίες, 16.000 στρέμματα προοριζόταν για την αποκλειστική καλλιέργεια των τεύτλων ενώ τα υπόλοιπα καλλιεργούνταν από τους κατοίκους (κολλήγους) των 5 χωριών με άλλου είδους καλλιέργειες (σιτηρών, βάμβακος, όρυζας).  
Περί το 1890 συνέλαβε την ιδέα κατασκευής ενός εργοστασίου παραγωγής ζάχαρης από τεύτλα (τους σπόρους των οποίων εισήγαγε από τη Γερμανία), τα οποία θα καλλιεργούσε στα κτήματά του. Δαπανήθηκαν τεράστια ποσά για την τελεία εκχέρσωση των 16.000 στρεμμάτων που προοριζόταν για την καλλιέργεια των τεύτλων, αλλά μόνο 597 στρέμματα καλλιεργήθηκαν το 1893[5]. Το 1892 προσκάλεσε από τη Γαλλία τον μηχανικό Gallois[6] να σχεδιάσει την γραμμή παραγωγής, ενώ η ανέγερση του εργοστασίου στη θέση «Κιούρκα» η οποία άρχισε στις 19 Οκτωβρίου 1893[7] ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο Δημάδη από τον Βόλο. Γύρω από το εργοστάσιο δημιουργήθηκε ένα νέος συνοικισμός που ονομάστηκε «Ζωγραφία» προς τιμή του ιδρυτή του. Ο ίδιος με δικές του δαπάνες κατασκεύασε τον αμαξιτό δρόμο που συνέδεε τον νέο συνοικισμό με τα χωριά της «Λαζαρίνας» ενώ πάνω από τον ποταμό Πάμισο (Μπλιούρης) κατασκεύασε λιθόκτιστη γέφυρα αξίας 50.000 δραχμών.

Το Εργοστάσιο
Τα επίσημα εγκαίνια του εργοστασίου πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 1894, παρουσία των τοπικών αρχών και πλήθος κόσμου[8].
«Ακρόπολις» (Αθήνα)
φ. 4603 (12 Δεκεμβρίου 1894)
Το κυρίως κτήριο ήταν λιθόκτιστο με μήκος 124 μ. πλάτος 28 μ. και ύψος 8 μ. Τα περισσότερα από τα 3.250 μικρά και μεγάλα μηχανήματα  παραγγέλθηκαν από την Société Anonyme de Constructions Mécaniques de Saint-Quentin της Γαλλίας, ενώ ελάχιστα από την Kruppsche Gussstahlfabrik της Γερμανίας: μηχανή πλύσεως τεύτλων, πετροσυλλέκτης, αυτόματος εκκενωτήρας ύδατος, ανυψωτήρας τεύτλων, κοπτική μηχανή, δεξαμενές ύδατος, διάφορες ατμοκίνητες αντλίες και ατμομηχανές, μηχανήματα για την ανακάθαρση (raffinage), μηχανήματα για τον μετασχηματισμό των ζαχάρων, 8 στροβίλους με δυνατότητα ημερήσια επεξεργασίας 34 τόνων σακχάρου και πολλά άλλα. Σε ιδιαίτερο χώρο στεγάστηκε το Λεβητοστάσιο το οποίο εξοπλίστηκε με 6 ατμολέβητες Worthington συνολικής ιπποδύναμης 600 ίππων, ενώ δημιουργήθηκαν ειδικοί χώροι για το ξυλουργείο, το σιδηρουργείο, το χαλκουργείο και το χημείο, την διεύθυνση του οποίου ανέλαβε ο χημικός Α. Λογοθέτης με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία. Μετά το 1902 παραγγέλθηκαν μηχανήματα για την επεξεργασία της μελάσας που μέχρι τότε θεωρούνταν άχρηστο υλικό. Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1904 είχαν επενδυθεί κεφάλαια 14.241.612,67 δραχμών σε υποδομές και εξοπλισμό[9]. Ως τεχνικός διευθυντής ορίστηκε ο Γερμανός μηχανικός Zeidler με προϋπηρεσία σε παρόμοια εργοστάσια της Ιταλίας και της Βοημίας και ο οποίος μετά το 1902 ανέλαβε τη Γενική διεύθυνση του εργοστασίου. Η επιχείρηση απασχολούσε 450 εργάτες και υπαλλήλους στους χώρους του εργοστασίου και 2.000 περίπου στους χώρους καλλιέργειας (αγροκτήματα). 
Από τα πρωτοποριακά έργα του εργοστασίου ήταν ο επί 24ώρου βάσεως ηλεκτροφωτισμός, η ύπαρξη αλεξικέραυνου, το μεγάλο δίκτυο οχετών και υπονόμων και ο μηχανισμός επεξεργασίας και καθαρισμού ύδατος (5.000 λίτρα ημερησίως) για τις ανάγκες του εργοστασίου. Γύρω από το εργοστάσιο κατασκευάστηκαν διάφορα βοηθητικά κτίσματα, όπως αποθήκες, κατοικίες υπαλλήλων και εργατών, γραφεία, στάβλοι και ένα ξενοδοχείο.
Μετά το θάνατο του Χρηστάκη Ζωγράφου στο Παρίσι το 1898, τα παιδιά του Σόλωνας και Γεώργιος ανέλαβαν την γενική διεύθυνση της επιχείρησης. Οι τελευταίοι εγκαταστάθηκαν στην Λαζαρίνα όπου από το 1899 έως το 1904 ανήγειραν και την πολυτελή έπαυλη (κονάκι), έργο το οποίο κόστισε (μαζί με την επίπλωση) 81.166,35 δρχ.[10]       

Σιδηροδρομικό δίκτυο επί οδών και αγρών
Από την έναρξη λειτουργίας του εργοστασίου μέχρι το 1899 οι μεταφορές των τεύτλων από τους χώρους καλλιέργειας στους χώρους επεξεργασίας πραγματοποιούνταν με κάρα, έργο δυσχερέστατο λόγω της φύσεως των εδαφών. Από το 1899 μέχρι το 1905 κατασκευάστηκε ένα πολυδαίδαλο δίκτυο μεταθετών σιδηροδρομικών γραμμών 600mm (Decauville) μήκους 9.200 μέτρων. Το συνολικό ποσό που επενδύθηκε ανερχόταν στις 88.740.35 δρχ.[11].
ΕΤΟΣ
ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΙ
ΣΥΝΟΛΟ



1899
  33.879,70
33.879,70
1900
    4.852,00
38.731,70
1901
       729,80
39.461,50
1902
   29.594,00
69.055,50
1903
-
69.055,50
1904
   13.453,85
82.509,35
1905
     6.230,65
88.740,00



ΣΥΝΟΛΟ

88.740,00
Στο ποσό αυτό οι 56.120 δρχ. αντιστοιχούσαν στο σιδηροδρομικό δίκτυο των 9.200 μέτρων (6,10 δρχ./ανά μέτρο τροχιάς). Παραγγέλθηκαν επίσης 51 διασταυρώσεις και περιστροφικές πλάκες αξίας 1.200 δρχ.
Ως τροχαίο υλικό παραγγέλθηκαν 97 βαγονέτα Decauville συνολικής αξίας 24.250 δρχ. και 47 σιδηρά πλαίσια αμαξών αξίας 2.350 δρχ. Η κίνηση των βαγονέτων ήταν ιππήλατη και χειροκίνητη.
Σιδηροδρομικό δίκτυο εργοστασίου
Εντός του εργοστασίου κατασκευάστηκαν επίσης σιδηροδρομικές γραμμές συνολικού μήκους 1.260 μέτρων η αξία των οποίων ανερχόταν σε 7.560 δρχ.[12].  
Γραμμή μήκους 580 μέτρων για την μεταφορά των πεπιεσμένων υπολειμμάτων.
Γραμμή μήκους 77 μέτρων πάνω σε ξύλινη γέφυρα για την μεταφορά της ασβέστου από τα πιεστήρια,
Γραμμή μήκους 603 μέτρων για την μεταφορά της ασβέστου και των οπτανθράκων.
Μελέτη σιδηροδρομικής σύνδεσης του εργοστασίου με τους Σ.Θ.
Το 1904 συζητήθηκε η κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής Decauville συνολικού μήκους 9.000 μέτρων (προϋπολογισμού 220.000 δραχμών)[13] που θα συνέδεε τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου με τον Στάση Καλύβια των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, όπου θα κατασκευαζόταν συγκροτήματα αποθηκών και γραφείων, καθόσον η μεταφορά προϊόντων κατά τη διάρκεια του χειμώνα ήταν δυσχερής. Με το δίκτυο αυτό θα μεταφερόταν και όλα τα υλικά τα προερχόμενα από το λιμάνι του Βόλου όπως λιθάνθρακες, κοκ, πυρίμαχα τούβλα, χημικά λιπάσματα, σπόροι τεύτλων, κενοί σάκοι, θείο, ορυκτέλαια, οστά και ασβεστόλιθος. Μέχρι τότε όλα τα προαναφερθέντα υλικά ξεφορτωνόταν στη Στάση Φανάρ-Μαγούλα και από εκεί με κάρα μεταφερόταν στο εργοστάσιο.    
Το 1908 ξεκίνησε η κατασκευή της γραμμής αυτής, αλλά ο ξαφνικός θάνατος του Σόλωνα Ζωγράφου ανέστειλε το έργο, το οποίο εγκαταλείφθηκε.                     

Ο επίλογος

Το 1896 το Ελληνικό Δημόσιο με την ψήφιση του Νόμου ΒΧΙΓ΄[14] παρείχε ατέλειες και απαλλαγή από έμμεσους και άμεσους φόρους και δασμούς για την παραγόμενη ζάχαρη (έως την 31η Δεκεμβρίου 1901). Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχαν υποχρεώσεις δανείων από Τράπεζες (τα επενδυμένα κεφάλαια ήταν ιδιωτικά), υπήρξαν πολλοί λόγοι που επέδρασαν ανασταλτικά στη λειτουργία της επιχείρησης.

1. Το νέο σύστημα καλλιέργειας το οποίο προϋπόθετε συστηματική και επιμελημένη καλλιέργεια των τεύτλων συνάντησε δυσκολίες λόγω της φύσεως των εδαφών (ελώδεις) και της νοοτροπίας των γεωργών να ανατρέψουν τις πατροπαράδοτες συνήθειές τους.
2. Η έλλειψη οδών και γεφυρών στην περιοχή καθώς και η ακανόνιστη ροή των υδάτων από μικρούς χείμαρρους και οι συχνές πλημμύρες του Παμίσου.
3. Οι συχνές βλάβες των μηχανημάτων που οφειλόταν σε κακή χρήση από το άπειρο και μη εξειδικευμένο προσωπικό (τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του εργοστασίου).
4. Η τοποθεσία της επιχείρησης η οποία λειτούργησε μακράν των βιομηχανικών κέντρων της Λάρισας και του Βόλου.
5. Η τουρκική κατοχή της Θεσσαλίας (1897-1898), κατά τη διάρκεια της οποίας το εργοστάσιο ανέστειλε τη λειτουργία του.
6. Τα υπερβολικά κόμιστρα των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων και εν γένει των εσωτερικών μεταφορών καθώς και οι υπερβολικοί λιμενικοί φόροι του Βόλου. Η μεταφορά των σάκων της ζάχαρης από το εργοστάσιο στον Βόλο, στοίχιζε το τριπλάσιο από ότι στοίχιζε η ατμοπλοϊκή μεταφορά λιθανθράκων από το Κάρντιφ της Αγγλίας στον Βόλο και η μεταφορά της ζάχαρης από το λιμάνι του Βόλου στον Πειραιά στοίχιζε το τετραπλάσιο από ότι στοίχιζε η μεταφορά της ιταλικής ζάχαρης από το λιμάνι της Τεργέστης στον Πειραιά.
7. Η έκδοση της εγκυκλίου 87723/20-8-1900 του Υπουργείου Οικονομικών με την οποία απαγορευόταν η κατασκευή οινοπνεύματος από μελάσα. Με αυτόν τον τρόπο «χάθηκαν» τα τεράστια ποσά που δαπανήθηκαν για την αγορά των μηχανημάτων επεξεργασίας της και ακυρώθηκαν όλες οι παραγγελίες των μεγάλων οινοπνευματοποιείων της Αθήνας και του Πειραιά.  

Γεώργιος Χρηστάκης Ζωγράφος (1863-1920)
© Πινακοθήκη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος.
Είναι αλήθεια ότι η επιχείρηση ήταν ζημιογόνα. Οι αδελφοί Ζωγράφου την χρηματοδοτούσαν συνεχώς με δικά τους κεφάλαια και ήταν συνεπέστατοι στις υποχρεώσεις τους τόσο προς το προσωπικό όσο και στους προμηθευτές. Μετά το 1903-1904 άρχισε να αναφαίνεται κάποια ελπίδα.  
Η έκθεση των Κοφινά και Ζαλοκώστα (1906) ανάγκασε το Υπουργείο Οικονομικών να παραχωρήσει σιωπηλά ειδικές ατέλειες και τη μη φορολόγηση της επιχείρησης για άλλα τέσσερα χρόνια. Ήδη όμως από το 1905 ο Γεώργιος Ζωγράφος είχε εγκαταλείψει τη Ζωγραφία και για να πολιτευθεί. Την ίδια χρονιά εξελέγη βουλευτής Καρδίτσας, ενώ το 1909 διορίσθηκε Υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη. Το 1908 απεβίωσε ο Σόλωνας Ζωγράφος και η χήρα σύζυγός του Ελένη (θυγατέρα του Λύσανδρου Καυταντζόγλου) έμεινε μόνη να αντιμετωπίσει την επερχόμενη θύελλα. Το φθινόπωρο του 1909 κατατέθηκε προς ψήφιση στη Βουλή νομοσχέδιο που επέβαλε φορολογία 50 λεπτών σε κάθε οκά ζάχαρης. Αναγκάστηκε τότε να μεταβιβάσει το εργοστάσιο στην αποκλειστική κυριότητα και κατοχή του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο προχώρησε σε σύμβαση μεταβίβασης μεταξύ «του Υπουργού των Οικονομικών και του Γεωργίου Χρηστάκη Ζωγράφου και της Ελένης χήρας Σόλωνος Χρηστάκη Ζωγράφου ως φυσικής επιτρόπου της ανηλίκου θυγατρός αυτής Δόμνας Σόλωνος Χρηστάκη Ζωγράφου»[15].   
Όπως ήταν αναμενόμενο το Κράτος δεν προχώρησε στην εκμετάλλευση του εργοστασίου στη Ζωγραφία και οι εγκαταστάσεις του εγκαταλείφθηκαν, τα μηχανήματα εκλάπησαν και λεηλατήθηκαν, το σιδηροδρομικό δίκτυο πουλήθηκε για παλιοσίδερα και οι χιλιάδες εργαζόμενοι αναζήτησαν αλλού την τύχη τους.  
Την τελευταία δεκαετία διατυπώθηκαν ιδέες και εκπονήθηκαν μελέτες για την μετατροπή των χώρων του εργοστασίου σε Βιομηχανικό πάρκο και Μουσείο[16], αλλά μέχρι σήμερα (2015) τίποτα δεν έχει υλοποιηθεί.   

«Σήμερα στη θέση του τεράστιου αυτού συγκροτήματος και των υπολοίπων εγκαταστάσεων υπάρχουν μόνο χαλάσματα κι ερημιά. H απέραντη σιωπή που βασιλεύει στην περιοχή κάνει τον επισκέπτη και ιδιαίτερα το μελετητή και γνώστη των διαδραματισθέντων να αναλογιστεί, ότι εδώ στις αρχές του αιώνα, ένα πολύβουο σμάρι ανθρώπων έβαλε το δικό του λιθαράκι σε μια σοβαρή προσπάθεια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας να αποκτήσει η χώρα μας βιομηχανική υποδομή. Όλα όμως κάποια στιγμή έχουν ένα τέλος. Εδώ δυστυχώς το τέλος ήρθε πολύ νωρίς»[17].


[1]. Βασιλικό Διάταγμα (14/26 Ιουνίου 1839): «Περί εγκρίσεως του συστηθησομένου εργοστασίου της ζαχάρεως» (ΦΕΚ 27/Α/4-11-1842) και Βασιλικό Διάταγμα (13/25 Ιουνίου 1841): «Περί χορηγήσεως προνομίου εις τους κκ. Κωνστ. Ροβέρτην και Β. Βιλλεροά διά την κατασκευήν ζαχάρεως» (ΦΕΚ 27/Α/4-11-1842). 
[2]. Δημήτριος Σωφρονιάδης, Χρηστάκης Ζωγράφος ή τα αποτελέσματα αγνού πατριωτισμού και αδόλου φιλογενείας: Βιογραφικόν σχεδίασμα, Εν Κωνσταντινουπόλει: Τύποις Γραφικού Κόσμου, 1881. Ο Χρηστάκης και η σύζυγός του Δομινίκη απέκτησαν πέντε παιδιά, τρία κορίστια και δύο αγόρια.
[3]. Φωτεινή Λέκκα, «Προσέγγιση στην ιστορία των Ζωγραφείων κτημάτων: συγκρότηση, έγγειες σχέσεις και διάρθρωση των εκμεταλλεύσεων (1874-1909), Γ΄ Ιστορικό Συνέδριο: Η ιστορική πορεία του Αγροτικού Ζητήματος στην Καρδίτσα, Καρδίτσα 8-9 Ιουνίου 2002, Πρακτικά: Καρδιτσιώτικα Χρονικά, τ. VI (2003), σ. 53-68. Βρίσκεται σε εξέλιξη η εκπόνηση της διδακτορικής της διατριβή με θέμα: «Ίχνος, Ιστορία και Παρόν: το Ζαχαροποιείο Ζωγράφου στη Λαζαρίνα Καρδίτσας, 19ος-20ος αι.».
[4]. Γενικός κανονισμός αφορών την διεύθυνσιν των εν Θεσσαλία και Μακεδονία κτημάτων της αυτού εξοχότητος Χρηστάκη Εφένδη Ζωγράφου, Εν Κωνσταντινουπόλει, 1877 και Κανονισμός των εν Θεσσαλία κτημάτων της αυτού εξοχότητος του κυρίου Χρηστάκη Ζωγράφου, Εν Αθήναις: Εκ του τυπογραφείου Ε. Κουβελάνου,1889.
[5]. Μέχρι το 1905 τα καλλιεργούμενα στρέμματα είχαν αυξηθεί στα 6.448. Το 1898 δεν υπήρξε καλλιέργεια λόγω της τουρκικής κατοχής της Θεσσαλίας. Βλ. Γεώργιος Ν. Κοφινάς & Πέτρος Ζαλοκώστας, Γενική Έκθεσις περί του εν Θεσσαλία Σακχαροποιείου των αδελφών Σ. και Γ. Χρηστάκη Ζωγράφου, Εν Αθήναις: εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου 1906, σ. 48 (Παράρτημα).
[6]. Ανώνυμος, «Το εν Ζωγραφία της Θεσσαλίας Σακχαροποιείον», Νέα Ελλάς, Εικονογραφημένο Εθνικόν Ημερολόγιον (Γ. Δροσίνη-Γ. Κασδόνη), Αθήνα, τ. 2(1896), σ. 282-292. Ειδικώς, σ. 286. Δεν διευκρινίζεται ποιος ήταν ο μηχανικός, αφού την εποχή εκείνη υπήρχαν τρείς μηχανικοί-σακχαροποιοί στη Γαλλία με το ίδιο επώνυμο: o Charles-François Gallois (1828-1896), o Alexis-Léon Gallois (1832-1899) και ο Étienne Gallois (1866-1925). Υποπτευόμαστε ότι ο τελευταίος είναι αυτός που μετακλήθηκε από την οικογένεια Ζωγράφου.
[7]. United States Consular Reports, τ. LV (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1897), Washington: Government Printing Office, 1897, σ. 625. Πρβλ. Βασίλης Μαγόπουλος, «Το Ζαχαροποιείο της Λαζαρίνας και η οικογένεια Ζωγράφου», Πρακτικά Συνεδρίου: Πολιτισμός και τοπική ιστορία της Δυτικής Θεσσαλίας, Μουζάκι 13-14 Δεκεμβρίου 1997, Μουζάκι, 1999, σ. 233-272. Ειδικώς, σ. 243.
[8]. Ακρόπολις (Αθήνα), φ. 4603 (12 Δεκεμβρίου 1894), Καιροί (Αθήνα), φ. 2151 (11 Δεκεμβρίου 1894), Νέα Εφημερίς (Αθήνα), φ. 348 (12 Δεκεμβρίου 1894), Παλιγγενεσία (Αθήνα), φ. 9351 (12 Δεκεμβρίου 1894).
[9]. Γεώργιος Ν. Κοφινάς & Πέτρος Ζαλοκώστας, Γενική Έκθεσις περί του εν Θεσσαλία Σακχαροποιείου, σ. 91, 95.
[10]. Το 1984 χαρακτηρίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού (απόφαση ΥΠΠΟ ΔΙΛΑΠ/Γ/1971/40276/6-08-1984) ως Νεώτερο Μνημείο που χρήζει ειδικής προστασίας (ΦΕΚ 674/Β/20-9-1984).
[11]. Γεώργιος Ν. Κοφινάς & Πέτρος Ζαλοκώστας, Γενική Έκθεσις περί του εν Θεσσαλία Σακχαροποιείου, σ. 190, 202.
[12]. Γεώργιος Ν. Κοφινάς & Πέτρος Ζαλοκώστας, Γενική Έκθεσις περί του εν Θεσσαλία Σακχαροποιείου, σ. 190, 202.
[13]. Γεώργιος Ν. Κοφινάς & Πέτρος Ζαλοκώστας, Γενική Έκθεσις περί του εν Θεσσαλία Σακχαροποιείου, σ. 112.
[14]. Νόμος ΒΧΙΓ΄ (9 Απριλίου 1896): «Περί προστασίας της εν Θεσσαλία σακχαροποιίας» (ΦΕΚ 49/Α/12-4-1896).
[15]. Νόμος ΓΦΙΑ΄ (4 Ιανουαρίου 1910): «Περί μονοπωλίου της σακχάρεως» (ΦΕΚ 6/Α/8-1-1910) και Βασιλικό Διάταγμα (28 Ιανουαρίου 1910): «Περί θέσεως εν ισχύει από 1 Δεκεμβρίου 1910 του Νόμου ΓΦΙΑ΄ της 4 Ιανουαρίου 1910 περί μονοπωλίου της σακχάρεως» (ΦΕΚ 47/Α/29-1-1910). Πρβλ. Νόμος ΓΧΜΗ΄ (19 Μαρτίου 1910): «Περί αναστολής της ισχύος του Νόμου ΓΦΙΑ΄ της 4 Ιανουαρίου 1910 περί μονοπωλίου της σακχάρεως» (ΦΕΚ 109/Α/20-3-1910) και Βασιλικό Διάταγμα (25 Σεπτεμβρίου 1910): «Περί αναστολής της εφαρμογής του Νόμου ΓΦΙΑ΄ της 4 Ιανουαρίου 1910 περί μονοπωλίου της σακχάρεως επί εν έτος» (ΦΕΚ 308/Α/1-10-1910).  
[16]. Ροδανθή Βαρδούλη, Ζωγραφία: Παρέμβαση στο κτήμα Χ. Ζωγράφου στη Λαζαρίνα Καρδίτσας (Διπλωματική εργασία), Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Ιούνιος, 2010.
[17]. Βασίλης Μαγόπουλος, «Το Ζαχαροποιείο της Λαζαρίνας και η οικογένεια Ζωγράφου», σ. 263.