Editorial

Editorial

Στην πορεία των Ελληνικών Σιδηροδρόμων, εκτός από τα ιστορικά εκείνα στοιχεία που συνθέτουν τη διαδρομή τους από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, σημαντική θέση κατέχουν οι εγκαταστάσεις και το τροχαίο υλικό, που αποτελούν «μνημεία»[1] της βιομηχανικής αρχαιολογίας της χώρας μας. Η βιομηχανική αρχαιολογία,[2] όρος σχετικά καινούργιος και σαν τέτοιος άγνωστος ίσως στο ευρύ κοινό, ερευνά, καταγράφει, διασώζει, αποκαθιστά και αναδεικνύει όλα εκείνα τα κατάλοιπα του παρελθόντος που συνθέτουν τη βιομηχανική και τεχνική μας κληρονομιά. Στην τεχνολογία των σιδηροδρόμων,[3] αναφερόμενοι σε εγκαταστάσεις, εννοούμε[4] τα κτίρια των επιβατικών σταθμών όλων των κατηγοριών, τα κτίρια των στάσεων και των φυλακίων, τους αποθηκευτικούς χώρους, τα μηχανοστάσια, τα εργοστάσια, τα κτίρια της διοίκησης και εκμετάλλευσης των γραμμών καθώς και τις κατοικίες του προσωπικού των σιδηροδρόμων. Σαν εγκαταστάσεις αναφέρονται επίσης οι σιδηροτροχιές, ο μηχανολογικός και πάσης φύσεως τεχνικός εξοπλισμός και τα τεχνικά έργα, όπως είναι τα αναχώματα, οι γέφυρες και οι σήραγγες. Αναφερόμενοι στο τροχαίο υλικό εννοούμε, τις μηχανές και τα βαγόνια όλων των τύπων και κατηγοριών. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις και τα μεγάλα τεχνικά έργα, που δημιουργήθηκαν από τις εταιρείες που κατασκεύασαν τα σιδηροδρομικά δίκτυα και πού διασώζονται μέχρι σήμερα, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αργοπεθαίνουν από τα στοιχεία της φύσης αλλά και από την αδιαφορία και τα συμφέροντα των ανθρώπων. Σκοπός του ιστολογίου είναι να παρουσιάσει μία γενική εικόνα των κτιριακών εγκαταστάσεων και του μουσειακού κυρίως τροχαίου υλικού, των σιδηροδρομικών δικτύων της Μακεδονίας, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Και αυτό γίνεται στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας, που σκοπό έχει, αφ’ ενός να ενημερώσει και να ευαισθητοποιήσει το ευρύ κοινό, αφ’ ετέρου, να θέσει τους αρμόδιους ενώπιον των ευθυνών τους σε ζητήματα που αφορούν την πολιτιστική και τεχνολογική κληρονομιά της Ελλάδας. Τη σιδηροδρομική μας κληρονομιά. Στην αυγή του 21ου αιώνα, ο αέρας του εκσυγχρονισμού που πνέει στους Ελληνικούς Σιδηροδρόμους, παρασέρνει και αφανίζει συνάμα, ιστορία ενός και πλέον αιώνα.



[1] Η κήρυξη κτιρίου ως έργου τέχνης ή ιστορικού διατηρητέου μνημείου γίνεται σύμφωνα με το Ν. 1469/1950 «περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενέστερων του 1830», με το άρθρο 52 του Κ.Ν. 5351/1932 «περί Αρχαιοτήτων» και με το Ν. 2039/1992 «περί κύρωσης της σύμβασης για τη προστασία της Αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης».

[2] Ο πρώτος που προσδιόρισε τον όρο Βιομηχανική Αρχαιολογία ήταν ο Donald Dudley, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας, στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και οι πρώτες μελέτες οφείλονται στον καθηγητή Michael Rix. Bλ. Rainer Slotta, Εισαγωγή στη Βιομηχανική Αρχαιολογία, Μτφ. Άγη Παπαδοπούλου, Αθήνα (ΠΤΙ. ΕΤΒΑ), 1992 και Pinard Jacques, Η Βιομηχανική Αρχαιολογία, Μτφ. Γιώργου Σπανού, Αθήνα (ΠΤΙ. ΕΤΒΑ), 1992.

[3] Οι απαρχές της τεχνικής των σιδηροδρόμων σύμφωνα με την γνώμη πολλών ειδικών, βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα. Βλ. Εισήγηση του Χ. Η. Χαλαζιά, στο Α΄ Βαλκανικό Συνέδριο με θέμα «Σιδηρόδρομοι και Πολιτισμός», Θεσσαλονίκη 4 -5 Νοεμβρίου 1994. Πρβλ. Τότε τ. 56 (1995), σ. 9, Δ. Παπαδημητρίου, «Σιδηρόδρομοι στην Αρχαία Ελλάδα», στο Αλεξάνδρεια. Σιδηρόδρομος και πόλη. 1894-1994. Αφιερωματική έκδοση για τα 100 χρόνια σιδηροδρομικής σύνδεσης Θεσσαλονίκης- Μοναστηρίου και η επίδραση στην Αλεξάνδρεια. Αλεξάνδρεια 1994, σ. 11-12.

[4] Όλγα Τραγανού – Δεληγιάννη «Οι σιδηρόδρομοι και η ιστορία τους. Έρευνες και προσπάθειες διάσωσης και προστασίας» Ιστορία της Νεοελληνικής Τεχνολογίας, Α΄ τριήμερο εργασίας, Πάτρα 21-23 Οκτωβρίου 1988, Πρακτικά, Αθήνα (ΠΤΙ ΕΤΒΑ) 1991, σ. 154. Πρβλ. Κ. Γ. Αμπακούμκιν, Σιδηρόδρομοι, Αθήνα (Συμμετρία), 1990.

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Σιδηρόδρομος Μεταλλείου Λευκολίθου Βασιλικών Λέσβου (Vasilika Magnesite Mine Railway)



Εγκαταλειμμένα μεταλλεία Λέσβου: Το μεταλλείο λευκόλιθου των Βασιλικών

Του Παναγιώτη Παρασκευαΐδη

Το πλήρες άρθρο δημοσιεύθηκε στον τόμο των Πρακτικών του Επιστημονικού Συνεδρίου «Ιστορικά Μεταλλεία στο Αιγαίο, 19ος-20ός αιώνας», (Μήλος 3-5 Οκτωβρίου 2003), Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2005, σ. 233-244.
 
Μεταλλείο Βασιλικών. Δελτίο Εξαγωγής
© Μαρία Μαυροειδή & Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
Ίδρυση και λειτουργία
Το καλοκαίρι του 1924 περιόδευσε στη λεσβιακή ύπαιθρο ο γεωλόγος, και μετά από πολλά χρόνια καθηγητής της Γεωπονικής Σχολής, Ηλίας Παρασκευαΐδης, ο οποίος μεταξύ άλλων επεσήμανε και υπέδειξε την ύπαρξη λευκόλιθου στην περιοχή Μικρής Λίμνης των Βασιλικών. Την εκμετάλλευση του κοιτάσματος αποφάσισε ο δραστήριος και θαρραλέος Βολιώτης επιχειρηματίας και γεωπόνος Αλέξανδρος Αποστολίδης και έστησε το μεταλλείο του το 1928.
Το μεταλλείο μετέφερε το εξορυσσόμενο μετάλλευμα με «ντεκοβίλ» βαγονέτα
μέχρι το χώρο καθαρισμού του, κάτω από την οδική αρτηρία Μυτιλήνης-Βασιλικών-Πολιχνίτου, μέσα στον υπάρχοντα πευκώνα, στον οποίο βρίσκονταν και οι στοές του. Για την υπερκέραση του δρόμου, αλλά και για την ευκολότερη και ταχύτερη μεταφορά του μεταλλεύματος, στήθηκε εναέριος δρόμος με σιδερένιους πυλώνες και συρματόσχοινα μέχρι την αποβάθρα που κατασκευάσθηκε στην Αχλαδερή, κοντά στη βυθισμένη στα νερά του κόλπου Καλλονής αρχαία Πύρρα και στη θέση «Άγιος Παύλος», όπου βρίσκεται το ομώνυμο παραλιακό εξωκκλήσι. Αυτό  έγινε το 1936. Κι όπως φαίνεται από το σωζόμενο φάκελο αποδείξεων του Αρχείου του μεταλλείου τότε αποζημίωσαν κτηματίες στις θέσεις «Λίβροχο», «Γαϊδουροράχη», «Μάκρη» και αλλού, όθε πέρασε ο Εναέριος ή όπου έκοψαν για ξυλεία δέντρα[1]. Τη χρονιά αυτή γίνονται επεκτάσεις των στοών και διατρήσεις οφίτη (πετρώματος πρασινωπού) στον «Φιρέ»[2]: (γαλαρία με μεγάλη κλίση, κατά την εξήγηση του Σερίφιου Θ. Λιβάνιου σε ποίημά του) της Κεντρικής Γαλαρίας, στον «Παλιό Φιρέ» και αλλού, όπου υπήρχαν «φελόνια» (φλέβες ορυκτού). Οι διανοίξεις αυτές έγιναν με εκσκαπτικά μηχανήματα «χόυζερ», όπως δηλώνουν οι αποδείξεις γενομένων δαπανών. Τον Ιούνιο του 1936 έρχεται από τον Πειραιά η γραμμή Ντεκοβίλ.
Όλη αυτή η δραστηριότητα και οι εντάσεις που προκαλεί και που οι λιγοστές υπάρχουσες πηγές πληροφόρησης δεν καταγράφουν, προκαλούν προβλήματα στους εργάτες και αντιδρούν με απεργίες. Το Μάρτιο του 1936 δικάζονται στη Μυτιλήνη οι εργάτες του Σωματείου «Ομόνοια», το οποίο φαίνεται ότι συνέστησαν οι μεταλλωρύχοι του λευκόλιθου. Στις 28 Απριλίου 1936 οι απεργοί δικάζονται και λίγο μετά, στις 16 και 19 Μαΐου 1936, εκδικάζεται αγωγή του ανταγωνιστή και ιδιοκτήτη γειτονικού μεταλλείου λευκόλιθου Ακύλα, με άγνωστα αποτελέσματα. Μια έρευνα στα αρχεία του δικαστηρίου Μυτιλήνης ίσως δώσει λεπτομέρειες γι' αυτές τις δίκες.
Για να καλυφθούν οι ανάγκες σε πιο ειδικευμένους μεταλλωρύχους, ο Κ. Μπαλαμπάνης ως εντολέας του μεταλλείου φέρνει εργάτες από την Κύμη της Ευβοίας, όπου υπήρχαν ήδη ορυχεία και σχετική πείρα (Απόδειξη δαπάνης 12.334 δραχμών για τη μεταφορά τους από τη Ραφήνα, 18/3/1936). Μιναδόρους φέρνουν από το Τσαγκλί της Θεσσαλίας.
 
Μεταλλείο Βασιλικών. Υπόγεια στοά με γραμμές Ντεκοβίλ
© Μαρία Μαυροειδή & Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
Για τη στήριξη των νέων στοών χρειάζεται βέβαια ξυλεία που όταν δεν αποκτάται από το πέριξ πευκόδασος, αγοράζεται. Το ιστιοφόρο «Ελπίς» φέρνει 40 κυβικά καστανιάς από το Χορευτό της Ζαγοράς και πληρώνεται για τη μεταφορά 4.000 δραχμές (Απόδειξη 21/1/1936). Μια δεύτερη φορά το «Ελπίς» έπαθε αβαρία στον κόλπο Καλλονής, αλλά η ξυλεία που ρίχτηκε στη θάλασσα μαζεύτηκε από βαρακαρούς και χρησιμοποιήθηκε στο μεταλλείο
Συχνά ανερώτητα υλοτομούνταν πεύκα, για να ανοίξουν δρόμοι και πλατώματα, και ανάγκασαν τον Πρόεδρο της Κοινότητας Βασιλικών με επίσημο (πρωτοκολλημένο με αριθ. 121) έγγραφό του να ειδοποιήσει τη Διεύθυνση του Μεταλλείου «δια τελευταίαν φοράν» ότι θα προβεί σε μηνύσεις, αν χωρίς την προβλεπόμενη συγκατάθεση της Κοινότητας έκοβαν δέντρα, που ούτως ή άλλως η ξυλεία τους ανήκε στην Κοινότητα (έγγραφο 8/2/1940). Το 1936, ως γνωστόν, είναι έτος εργατικών κινητοποιήσεων σε όλη την Ελλάδα και η αναταραχή με τις διεκδικήσεις των εργαζομένων φθάνει και στο μεταλλείο των Βασιλικών. Το Κράτος ενισχυμένο και με το «ιδιώνυμο» του 1929 αντιμετώπιζε τις απεργίες ως αδίκημα. Μετά τέσσερις μήνες μάλιστα ο Μεταξάς βρήκε και σε αυτές τη δικαιολογία για να εγκαθιδρύσει τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Το μεταλλείο δεν άργησε να αποκτήσει πολλές στοές: την Κεντρική, που έφτανε σε βάθος 50 μ. σε οκτώ επίπεδα, με οριζόντιες στοές μήκους 200-250 μ. Σε μία από αυτές συνάντησαν ένα υπόγειο ποτάμι και την έκλεισαν ευτυχώς χωρίς θύματα. Άλλες στοές ανοίχθηκαν στις θέσεις Φιρές, Παλαιού Φιρέ, Ραχίδας, Τσαμουρά, Αξιωτάκη, Σπαθαριώτη και Συνοικισμού. Εξορυκτικές εργασίες γίνονταν, επίσης, στις περιοχές Κάτω Μπαχαρώματα, Μπαρτσή, Κρυονέρι και Πηγάδια.
 
Μεταλλείο Βασιλικών. Βαγονέτα εναέριου σιδηροδρόμου
© Μαρία Μαυροειδή & Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
Το μεταλλείο δούλευε και με τρεις βάρδιες και φόρτωνε νυχθημερόν το μετάλλευμα με φορτηγίδες στα ατμόπλοια, πολλές φορές και τις Κυριακές και τις γιορτές. Εργάζονταν σε αυτό εκατοντάδες εργάτες και εργάτριες, που έφτασαν τον αριθμό των 700. Οι ειδικότητες εργατών και τεχνιτών που αναφέρονται στα σωζόμενα έγγραφα είναι μιναδόροι, πιστολαδόροι, μπαζαδόροι, βαριοκόποι, σιδηροδρομίτες, μηχανικοί σιδηρουργείου, εργάτες Εναερίου και μακαράδες.
Η παραγωγή λευκόλιθου ξεκίνησε από κάποιες δεκάδες τόνων ημερησίως και
συνεχώς αυξανόταν για να καλύπτει τη μεγάλη ζήτηση και να υπερνικιέται ο ανταγωνισμός, ιδίως ο τοπικός, που εμφανίσθηκε στην ίδια περιοχή με άλλα δύο μεταλλεία (του Σκαλιστήρη και του Ακύλα), τα οποία διοχέτευαν τα μεταλλεύματά τους από τις «σκάλες» τους στην Αχλαδερή το ένα και στη σκάλα Πολιχνίτου το άλλο. Του Ακύλα παρήγε «καμένο» σε φούρνο λευκόλιθο, δηλαδή σκόνη έτοιμη για χρήση. Του Αποστολίδη φόρτωνε μόνο «ωμό» λευκόλιθο, δηλαδή καθαρισμένο και σε τεμάχια, που ο παραλήπτης «έψηνε» ή κονιορτοποιούσε.
Ο Αποστολίδης που διοικούσε την επιχείρησή του αυτή συνήθως μακρόθεν από τον Βόλο, όπου είχε τα γραφεία του, ασκούσε συνεχή και αποτελεσματικό έλεγχο επικοινωνώντας με το διευθυντή του μεταλλείου του με τηλεγραφήματα, αλληλογραφία και ειδικούς απεσταλμένους. Ζητούσε από το διευθυντή Λάμπρου και του έστελνε ταχυδρομικώς δείγματα λευκόλιθου για έλεγχο και γνωμοδότηση.
Από την Κύμη όμως έρχονταν στο μεταλλείο και οι ειδικοί Ευ. Νταλές και Κ. Μπαμπαράκος, που για τα ναύλα τους μόνο καταβλήθηκαν 700 δραχμές (Απόδειξη 22/6/1936). Το μήνα Ιούνιο, όπου, όπως είδαμε, έγιναν τόσες εργασίες και γεγονότα, ήρθε αυτοπροσώπως και ο Αποστολίδης με τη σύζυγό του Άδα και νοικιάστηκε με 100 δραχμές σπίτι στα Βασιλικά για παραμονή τους 10 ημερών (Απόδειξη 24/6/1936). Για έξοδα περιποιήσεως του ζεύγους (κοτόπουλα, αυγά, φρούτα, λάδι κλπ.) κόπηκαν δύο αποδείξεις των 1.000 και 1.459 δραχμών. Ιδιοκτήτης ήταν και οι δαπάνες γι' αυτόν έπρεπε να είναι ανάλογες, βέβαια. Αλλά και για τους επισκέπτες μηχανικούς και τους μη ντόπιους εργάτες νοικιάζονταν σπίτια στα Βασιλικά με 150 δραχμές το μήνα.
 
Μεταλλείο Βασιλικών. Βαγονέτα εναέριου σιδηροδρόμου
© Μαρία Μαυροειδή & Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
Ο Αποστολίδης γνωρίζει πολύ καλά να διοικεί και παρακολουθεί στενά κάθε ενέργεια και κάθε παρουσιαζόμενο πρόβλημα. Συχνότατα είναι απαιτητικότατος και πιεστικότατος εννοώντας να εκτελούνται οι αποφάσεις και διαταγές του που είναι μέσα στους κανόνες της επιχειρηματικότητας και της λεγόμενης «πιάτσας», την οποία γνωρίζει στην εντέλεια.
Με τηλεγράφημά του (2/1/1940) εντέλλεται στο διευθυντή του Ν. Λάμπρο «απαιτώ τουλάχιστον 50 τόνους ημερησίως και μεταφορά 40 τόνων». Σε επιστολή του της ίδιας ημερομηνίας είναι σαφέστερος και απειλητικός: «Πάση θυσία να αυξήσετε την παραγωγήν τουλάχιστον εις 1.200 τόνους και να καθαρίζετε και μεταφέρετε 1.500 τόνους κατ' ελάχιστον όριον»[3].
Θέλει να καλύψει την έντονη ζήτηση του προϊόντος στην αγορά και επισείει ακόμα και την αντικατάσταση του διευθυντή, αν αδυνατεί να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του. Ήδη το μεταλλείο του έχει βραβευθεί με χρυσό μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης του 1938. Το μετάλλιο βρισκόταν στα Γραφεία της Κοινότητας Βασιλικών. Κατά κανένα λοιπόν τρόπο δεν θέλει να χάσει τη θέση που έχει κερδίσει η επιχείρησή του και φυσικά τα κέρδη που του αποφέρει.
Από τις καταστάσεις ημερομισθίων του Αυγούστου 1938 φαίνεται το εργατικό δυναμικό και οι στοές στις οποίες αυτό εργαζόταν. Παράλληλα, βέβαια, υπήρχαν εργάτες και στα άλλα συνεργεία, σιδηρουργοί, μαραγκοί, κτίστες κλπ. […].
[…] Στο μεταλλείο των Βασιλικών οι στοές είναι τέτοιων διαστάσεων που μέσα τους χωρούν να κινούνται πάνω σε ράγες βαγονέτα μισού τόνου και στη δεκαετία του 1970 αυτοκινούμενος «φορτωτής». Ο αερισμός τους ήταν καλός με «ξετρύπια», που και σήμερα μετά την εγκατάλειψη δεκαετιών, όταν στέκεσαι στην είσοδο της κεντρικής γαλαρίας αισθάνεσαι να βγαίνει από αυτή ένα συνεχές ψυχρό ρεύμα αέρα. Όπου δεν υπήρχαν ανοίγματα, ο εξαερισμός και η έξοδος της δημιουργούμενης σκόνης γινόταν με μηχανήματα-κομπρεσέρ αναρρόφησης. Με μηχανές, επίσης, τραβούσαν και τα νερά, όπου αυτά παρουσιάζονταν.
 
Μεταλλείο Βασιλικών. Το μηχανοστάσιο του εναερίου
© Μαρία Μαυροειδή & Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
Παλιά δούλευαν με σφυριά, καλέμια, λοστούς, σφήνες, κοπίδια, «κορόνες», μακάπια και «παραμίνες». Στις τελευταίες δεκαετίες λειτουργίας του όμως χρησιμοποιήθηκαν τα μηχανικά μέσα εξόρυξης και κοπής του μεταλλεύματος. Οι τρεις βάρδιες μοίραζαν το χρόνο εργασίας στον προβλεπόμενο από την εργατική νομοθεσία και η ασφάλιση των εργατών γινόταν στο «Ταμείο Μεταλλευτών» και στη δεκαετία του 1950 στο ΙΚΑ, τότε δηλαδή που άνοιξαν γραφεία του στον Πολιχνίτο. Έτσι οι εργάτες είχαν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και μετά τη συμπλήρωση των καθορισμένων ενσήμων σύνταξη. Πάρα πολλοί κάτοικοι των Βασιλικών σήμερα είναι συνταξιούχοι του ΙΚΑ από εργασία τους στο μεταλλείο λευκόλιθου.
Ο απλός εργάτης έπαιρνε 22.000 που αυξάνονταν σε 26.000, 35.000 και 40.000, αν είχε ειδικότητα. Ο σιδηρουργός έπαιρνε 45.000 κι ο εργοδηγός (Δ. Νίνος με το όνομα) 75.000. Ο γραμματέας του μεταλλείου Ευγ. Καράγγελος έπαιρνε 500.000 κι ο μηχανικός Ι. Βαλτάς 750.000 (πάντα για ημερομίσθιο μιλάμε, προτού βέβαια κοπούν τα τρία μηδενικά από τα χαρτονομίσματα).
Ο γιατρός (Α. Γεωργαντίδης) τον Απρίλιο του 1952 εξετάζει 120 εργάτες για να προσληφθούν στο μεταλλείο και αμείβεται με 700.000 δραχμές και με άλλες 615.000 για την περίθαλψη τραυματιών εργατών. Προπολεμικά (το 1936) για κάθε επίσκεψη τραυματία εργάτη έπαιρνε 25 δραχμές. Τα διπλάσια (50 δραχμές) έπαιρνε ένας άλλος γιατρός, ο Πολιχνιάτης Κωστομοίρης (Απόδειξη 13/61 Ι 936 με 1.100 δραχμές για 17 επισκέψεις). Στη φούρια των εργασιών του 1936 οι τραυματισμοί είναι συχνότατοι και ο μόνιμος γιατρός του μεταλλείου δεν επαρκεί. Οι τραυματισμοί οφείλονται σε μικροατυχήματα από εκτίναξη θραυσμάτων λευκόλιθου και είσοδό τους στα μάτια, ιδίως κατά τον «καθαρισμό» του. Συχνά, επίσης, σημειώνονται τραυματισμοί στα δάχτυλα. Οι σοβαρότερα τραυματισμένοι στέλνονται με σημείωμα του διευθυντή στο νοσοκομείο Μυτιλήνης και εισάγονται για θεραπεία. Τέτοιος ήταν ο εργάτης Ιγν. Κουταλέλλης, του οποίου αποκόπηκε το δεξί πόδι (13/4/1940) και το Νοσοκομείο πληρώθηκε με 5.865 δρχ. για την αντιμετώπιση της περίπτωσης αυτής.
 
Μεταλλείο Βασιλικών. Το μηχανοστάσιο του εναερίου
© Μαρία Μαυροειδή & Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
Αυτή την περίοδο χρησιμοποιήθηκαν 1.800 οκάδες δυναμίτιδας που έστελνε το εργοστάσιο Μαλτσινιώτη για τη διάνοιξη στοών, εξόρυξη μεταλλεύματος κλπ. Σε τέτοιες ποσότητες εκρηκτικών φυσικό ήταν να γίνονται ατυχήματα. Θανατηφόρο υπήρξε μόνο ένα, το 1936, όταν ο εργάτης Ν. Παλαιολόγος χτυπήθηκε από βαγονέτο. Στη μητέρα του επιδικάστηκε μηνιαία σύνταξη 231,50 δραχμών.
Βαρύς τραυματισμός σημειώθηκε το 1954, όταν έπεσε γαλαρία και χτύπησε τον εργάτη Π. Σοφό και τον άφησε παράλυτο. Σε αυτόν δόθηκε μηνιαία σύνταξη 600 δραχμών, όταν το μεροκάματο ήταν 25 δραχμές. Επειδή οι μικροτραυματισμοί ήταν συχνοί, υπήρχαν έντυπα διπλότυπα «Δελτία Τραυματισμού», που υπογράφονταν από τον προϊστάμενο του μεταλλείου και τον παθόντα ή αν ήταν αγράμματος από ένα μάρτυρα. Το πανομοιότυπο αντίγραφο υπογραφόταν από το γιατρό.
Σε μια τετραετία (Δεκέμβριος 1948-Δεκέμβριος 1952) καταγράφονται 156 περιπτώσεις τραυματισμού, κατά το πλείστον του είδους που προαναφέραμε. Το 1952 οι γυναίκες των 16 ετών παίρνουν μόλις 6.000 δραχμές ημερομίσθιο, ενώ ένα αγόρι 15 ετών 8.000 δραχμές. Γι' αυτό ο δαιμόνιος επιχειρηματίας σε επιστολή του συμβουλεύει να προσληφθεί ως βοηθός γραφέα μαθητής Γυμνασίου.
Η παραγωγή και η διακίνησή της
Οι νέοι, παιδιά μάλλον, 15 και 16 χρονών που δούλευαν στο μεταλλείο μαζί με τους πεπειραμένους τεχνίτες κι όλο το εργατικό δυναμικό εξάγουν, καθαρίζουν και προωθούν στην αποβάθρα του Αγίου Παύλου πολύ μεγάλες ποσότητες λευκόλιθου. Εκατοντάδες τόνους κάθε μήνα και χιλιάδες το χρόνο. Το 1938 (όπως φαίνεται από έγγραφο της 18/4/1938) η ημερήσια παραγωγή ήταν 30 τόνοι λευκόλιθου που καθαρίζονταν από 60 εργάτριες, ενώ άλλοι εργάτες τον φόρτωναν στα βαγονέτα του εναέριου συστήματος μεταφοράς. Μαζί με τα υπάρχοντα αποθέματα στη σκάλα του Αγίου Παύλου συγκεντρώνονταν κάθε μέρα 40 έως 50 τόνοι. Το φορτηγό ατμόπλοιο που κατέφθανε φορτωνόταν με φορτηγίδες με 1.030 έως 1.900 τόνους, «σότο πανιόλο».
Η Εφορία, η πανθ’ ορώσα, αύξησε από 600 δραχμές στις 1.000 τη φορολογία γης για τη χρήση της αποβάθρας του Αγίου Παύλου. Η αύξηση αυτή ώθησε το διευθυντή του μεταλλείου να επιδιώξει την ανατροπή της με παρέμβαση του δικηγόρου του Πολύβιου Χιωτέλλη και το συνηθισμένο σε αυτές τις περιπτώσεις ισχυρισμό ότι «η παραγωγή μας είναι μικρή, μόλις 300 έως 400 τόνους το μήνα» (έγγραφο 22/4/1938). Το αποτέλεσμα της παρέμβασης αυτής δεν μας είναι γνωστό.
Η αλήθεια είναι ότι η παραγωγή είναι μεγάλη και τα επόμενα χρόνια, ιδίως όταν εκσυγχρονίστηκε και βελτιώθηκε ο μηχανικός του εξοπλισμός, τα μέσα και οι μέθοδοι. Τον Ιούνιο του 1952 εξορύσσονται 818 τόνοι λευκόλιθου, τον Ιούλιο 903, τον Αύγουστο 876 και το Σεπτέμβριο 849, που εξάγονται πάντα από τη σκάλα Αγίου Παύλου στη Λυβέκη της Δυτικής Γερμανίας στη Βαλτική θάλασσα.
Προπολεμικά και κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου, προτού βέβαια η Ελλάδα κατακτηθεί από τους Γερμανούς, ο λευκόλιθος εξαγόταν στα αγγλικά λιμάνια, ιδίως του Μάντσεστερ, του Κάρντιφ και του Λίβερπουλ. Στις 10/12/1940, π.χ., φορτώνονται από τον Άγιο Παύλο σε αγγλικό πλοίο 2.000 τόνοι λευκόλιθου από τις εννιά το πρωί έως τις εννιά τη νύχτα της επόμενης μέρας, με υπερωρίες των εργατών και ολονύχτια φόρτωση. Ο λογαριασμός εξόδων που υποβάλλεται λεπτομερής και επεξηγούμενος από το διευθυντή Λάμπρο στον ιδιοκτήτη Αποστολίδη, είναι χαρακτηριστικός για τον έλεγχο που ασκούσε ο τελευταίος πάνω σε όλες τις δραστηριότητες της επιχείρησής του. Τα έξοδα φόρτωσης είναι 31,318 δραχμές μαζί με το 1 % «υπέρ των φυματικών εργατών θαλάσσης και του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου», για την οποία εισφορά ο Αποστολίδης είχε εκφράσει ρητή διαφωνία, αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει. «Πάψτε να πληρώνετε υπέρ φυματικών 1 % στα ναύλα φόρτωσης εξαγομένου λευκολίθου. Εκ των μεγάλων εξαγωγέων μεταλλευμάτων ουδείς καταβάλλει το δικαίωμα τούτο. Αναφέρατε λήψιν και εκτέλεσιν» (έγγραφο 2/1/1940). Οι «μεγάλοι εξαγωγείς» και τότε ήθελαν να έχουν τους δικούς τους νόμους. Η αναφορά του διευθυντή καταλήγει: «Στον Τελώνη έδωσα δώρο 800 δραχμές, εις τον πλοίαρχο ουδέν δώρο έδωκα». Ο πλοίαρχος, βλέπετε, θα έφευγε. Ο Τελώνης θα έμενε.
Η περίοδος αυτή πάντως είναι δύσκολη. Από το Σεπτέμβριο έχει αρχίσει ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος και ναι μεν η εμπορία του είδους αυξάνει τα κέρδη, αυξάνονται όμως και οι διάφορες ελλείψεις και αντιξοότητες. Ελλείπουν απαραίτητα για τη λειτουργία του εργοταξίου και πρέπει να βρεθούν λύσεις εκ των ενόντων. Δεν υπάρχουν λαμαρίνες στην αγορά και αντί αυτών χρησιμοποιούνται λαμαρίνες ντεπόζιτων νερού (έγγραφο 4/3/1940). Έτσι τα βαγονέτα μεταφοράς, όταν δεν έρχονται μεταχειρισμένα από την Αθήνα, κατασκευάζονται στη Μυτιλήνη με λαμαρίνες τριών χιλιοστών. Ούτε «κορόνες» για τα «μακάπια» υπήρχαν και γι' αυτό οι φθαρμένες στέλνονται για ειδικό τρόχισμα και επαναχρησιμοποίηση. Τίποτα δεν πετιέται και η ανακύκλωση των υλικών είναι συνεχής. Εκείνο το μηχάνημα που βρίσκεται διαθέσιμο στην αγορά είναι ένας «αεροσυμπιεστής» βάρους 850 κιλών, που μεταφέρεται διά θαλάσσης τον Ιανουάριο του 1940. Μόνο για την ασφάλεια της μεταφοράς καταβάλλονται 150.000 δραχμές. Και η ασφάλιση είναι απαραίτητη γιατί τα ναυάγια και οι αβαρίες ήταν κάτι συνηθισμένο. Το Μάρτιο του 1940 το πετρελαιοκίνητο «Ελένη», που μετέφερε υλικά και εξαρτήματα του μεταλλείου, ημιβυθίστηκε στην Κάρυστο. Ανελκύστηκε όμως και ήρθε στη Μυτιλήνη φέρνοντας τα ασφαλισμένα υλικά του μεταλλείου: μια πλάστιγγα, βαγονέτα, λαμαρίνες και ανταλλακτικά για τον «αεροσυμπιεστή». Η μόνη ζημιά από τη «μερική αβαρία» ήταν σε κάποια βαρέλια ασετυλίνης, με την οποία τροφοδοτούσαν τις λάμπες τους. Μαζί με τα υλικά αυτά υπήρχε και «κώδικας» για τηλεγραφήματα από το γραφείο του Βόλου προς τη διεύθυνση του μεταλλείου στα Βασιλικά. Κάποιες εντολές και πληροφορίες ήταν κωδικοποιημένες για λόγους ασφαλείας, κυρίως βέβαια από τους καραδοκούντες ανταγωνιστές Σκαλιστήρη και Ακύλα. Σε ένα τηλεγράφημα π.χ. (5/2/1940) διαβάζουμε τα εξής ακατανόητα: «Αχθεναζοφφασεκτελεγ κοξαπ». Σε άλλο υπάρχει η «μετάφραση» (Φεβρουάριος 1940) «ασετυλίνην φογιθελίθα= ασετυλίνη θα φορτώσουμε εντός ολίγου». Το σχέδιο Μάρσαλ του 1948 ενίσχυσε με την αφειδώς παρεχόμενη «Αμερικανική βοήθεια» και το μεταλλείο του Αποστολίδη, που άρχισε να έχει ανάγκη κεφαλαίων[4].
 
Μεταλλείο Βασιλικών. Το κτήριο διοίκησης
© Μαρία Μαυροειδή & Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
Το 1952 το μεταλλείο με εγγύηση τα επί και εντός του εδάφους μηχανήματα συνάπτει «βιομηχανικό» δάνειο 400.000.000 δραχμών. Οι εμπορικές συνθήκες έχουν μεταβληθεί και η ευρωστία της επιχείρησης ανήκει στο παρελθόν. Το δάνειο την κράτησε σε λειτουργία άλλη μια διετία. Μετά έκλεισε. Ξανάνοιξε το 1974, αλλά δούλευε με διάφορα δάνεια και εκ διαλειμμάτων.
Τα ατυχήματα μηδενίσθηκαν, δηλώνει ο Γρ. Καλαγάνης, που ήταν φύλακας στο μεταλλείο μέχρι το 1992, οπότε και αυτό αφέθηκε στη μοίρα των ανωφελών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Το 1984 ο ανταγωνιστής του Αποστολίδη, Σκαλιστήρης, το αγόρασε από αυτόν και το κράτησε σε υπολειτουργία ή πλήρη στασιμότητα μέχρι το προαναφερθέν έτος 1992. Η παραγωγή φθηνού λευκόλιθου από την Τουρκία και την Κίνα κατέστησε ασύμφορη την εξόρυξη και εμπορία του μεταλλεύματος αυτού από το μεταλλείο Βασιλικών και έτσι επήλθε το οριστικό τέλος του ...
Επίλογος
Τι μένει από όλη αυτή τη μυρμηγκοφωλιά οικονομοτεχνικής δραστηριότητας και παραγωγικότητας, που παράλληλα στύλωσε για δεκαετίες την κοινωνία κυρίως των Βασιλικών, αλλά και του Πολιχνίτου και άλλων χωριών της Λέσβου;
Μένουν οι ημιχαίνουσες οπές της αρχής των στοών, τα κτίρια διοίκησης, κάποια βαγονέτα και άλλα σκουριασμένα εξαρτήματα του μηχανικού εξοπλισμού, σύρματα και σίδερα κατακείμενα στο χώμα μαζί με ένα μεγάλο σωρό εκβολάδων.
Μένει ακόμα το Αρχείο της Επιχείρησης, συνταγμένο με σχολαστική ευσυνειδησία και αφάνταστα λεπτομερή καταγραφή της παραγωγής, των ημερομισθίων, του δούναι και λαβείν μέσα στους φακέλους, τα ντοσιέ και τα διάφορα μπλοκ χύδην όλα αυτά ριγμένα στο τσιμεντένιο πάτωμα των γραφείων και οσημέραι φθειρόμενα και διαλυόμενα.
Η για πρώτη φορά εξιστόρηση της πορείας στο χρόνο του μεταλλείου αυτού είναι αρκετή συμβολή, φαντάζομαι, για την πρόκληση ενδιαφέροντος, αντίληψης και μέριμνας των Τοπικών Αρχών, της Κρατικής Εξουσίας και ειδικά των Υπουργείων Πολιτισμού και Βιομηχανίας.

Τεχνικά Στοιχεία Σιδηροδρομικών Δικτύων

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου

Α΄ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
ΤΥΠΟΣ ΔΙΚΤΥΟΥ
Υπόγειο / υπέργειο
ΕΤΟΣ  ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ
1936
ΜΗΚΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ
3.000 m
ΕΥΡΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ
600 mm
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
1936-1940 / 1948-1954  
ΤΡΟΧΑΙΟ ΥΛΙΚΟ: Σιδερένια βαγονέτα με χειροκίνητη έλξη της «Société des Établissements Decauville», Corbeil, France. Αναφέρεται λειτουργία δηζελάμαξας μετά το 1970.

Β΄ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
ΤΥΠΟΣ ΔΙΚΤΥΟΥ
Εναέριο
ΕΤΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ
1936
ΜΗΚΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ
4.000 m
ΕΥΡΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
1936-1940 / 1948-1957 
ΤΡΟΧΑΙΟ ΥΛΙΚΟ: Χρησιμοποιήθηκαν μεταλλικοί κάδοι που έφεραν τροχούς για να κινούνται και στο έδαφος


[1]. Με 70 δραχμές για ζημιά στο χωράφι της την Παναγιώτα Βλουτέλλη, με 100 τη Χαραλαμπούδα Μαυρίκου, για ένα ελαιόδεντρό της, με 30 και 40 δραχμές τους Ν. Αποστολέλλη και Π. Χαχάλη αντίστοιχα, με 70 και 130 τους Μαλακό και Μανωλάκο και, τέλος, με 165 τον Γ. Γρηγορά.
[2]. Ο. Λιβάνιου, Φωνή απόγνωσης της Σερίφου, Γ΄ έκδοση, 2001, σ. 18.
[3]. Οι 300 παραπάνω από τους παραγόμενους τόνοι λευκόλιθου θα συμπληρώνονταν από τα υπάρχοντα αποθέματα προηγούμενων εξορύξεων.
[4]. Κατά το άρθρο της κας Λ. Παπαστεφανάκη με τίτλο «Εξορυκτικές επιχειρήσεις και εργασία. Η περίπτωση του Αιγαίου (1860-1960)», στον παρόντα τόμο.