Editorial

Editorial

Στην πορεία των Ελληνικών Σιδηροδρόμων, εκτός από τα ιστορικά εκείνα στοιχεία που συνθέτουν τη διαδρομή τους από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, σημαντική θέση κατέχουν οι εγκαταστάσεις και το τροχαίο υλικό, που αποτελούν «μνημεία»[1] της βιομηχανικής αρχαιολογίας της χώρας μας. Η βιομηχανική αρχαιολογία,[2] όρος σχετικά καινούργιος και σαν τέτοιος άγνωστος ίσως στο ευρύ κοινό, ερευνά, καταγράφει, διασώζει, αποκαθιστά και αναδεικνύει όλα εκείνα τα κατάλοιπα του παρελθόντος που συνθέτουν τη βιομηχανική και τεχνική μας κληρονομιά. Στην τεχνολογία των σιδηροδρόμων,[3] αναφερόμενοι σε εγκαταστάσεις, εννοούμε[4] τα κτίρια των επιβατικών σταθμών όλων των κατηγοριών, τα κτίρια των στάσεων και των φυλακίων, τους αποθηκευτικούς χώρους, τα μηχανοστάσια, τα εργοστάσια, τα κτίρια της διοίκησης και εκμετάλλευσης των γραμμών καθώς και τις κατοικίες του προσωπικού των σιδηροδρόμων. Σαν εγκαταστάσεις αναφέρονται επίσης οι σιδηροτροχιές, ο μηχανολογικός και πάσης φύσεως τεχνικός εξοπλισμός και τα τεχνικά έργα, όπως είναι τα αναχώματα, οι γέφυρες και οι σήραγγες. Αναφερόμενοι στο τροχαίο υλικό εννοούμε, τις μηχανές και τα βαγόνια όλων των τύπων και κατηγοριών. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις και τα μεγάλα τεχνικά έργα, που δημιουργήθηκαν από τις εταιρείες που κατασκεύασαν τα σιδηροδρομικά δίκτυα και πού διασώζονται μέχρι σήμερα, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αργοπεθαίνουν από τα στοιχεία της φύσης αλλά και από την αδιαφορία και τα συμφέροντα των ανθρώπων. Σκοπός του ιστολογίου είναι να παρουσιάσει μία γενική εικόνα των κτιριακών εγκαταστάσεων και του μουσειακού κυρίως τροχαίου υλικού, των σιδηροδρομικών δικτύων της Μακεδονίας, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Και αυτό γίνεται στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας, που σκοπό έχει, αφ’ ενός να ενημερώσει και να ευαισθητοποιήσει το ευρύ κοινό, αφ’ ετέρου, να θέσει τους αρμόδιους ενώπιον των ευθυνών τους σε ζητήματα που αφορούν την πολιτιστική και τεχνολογική κληρονομιά της Ελλάδας. Τη σιδηροδρομική μας κληρονομιά. Στην αυγή του 21ου αιώνα, ο αέρας του εκσυγχρονισμού που πνέει στους Ελληνικούς Σιδηροδρόμους, παρασέρνει και αφανίζει συνάμα, ιστορία ενός και πλέον αιώνα.



[1] Η κήρυξη κτιρίου ως έργου τέχνης ή ιστορικού διατηρητέου μνημείου γίνεται σύμφωνα με το Ν. 1469/1950 «περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενέστερων του 1830», με το άρθρο 52 του Κ.Ν. 5351/1932 «περί Αρχαιοτήτων» και με το Ν. 2039/1992 «περί κύρωσης της σύμβασης για τη προστασία της Αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης».

[2] Ο πρώτος που προσδιόρισε τον όρο Βιομηχανική Αρχαιολογία ήταν ο Donald Dudley, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας, στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και οι πρώτες μελέτες οφείλονται στον καθηγητή Michael Rix. Bλ. Rainer Slotta, Εισαγωγή στη Βιομηχανική Αρχαιολογία, Μτφ. Άγη Παπαδοπούλου, Αθήνα (ΠΤΙ. ΕΤΒΑ), 1992 και Pinard Jacques, Η Βιομηχανική Αρχαιολογία, Μτφ. Γιώργου Σπανού, Αθήνα (ΠΤΙ. ΕΤΒΑ), 1992.

[3] Οι απαρχές της τεχνικής των σιδηροδρόμων σύμφωνα με την γνώμη πολλών ειδικών, βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα. Βλ. Εισήγηση του Χ. Η. Χαλαζιά, στο Α΄ Βαλκανικό Συνέδριο με θέμα «Σιδηρόδρομοι και Πολιτισμός», Θεσσαλονίκη 4 -5 Νοεμβρίου 1994. Πρβλ. Τότε τ. 56 (1995), σ. 9, Δ. Παπαδημητρίου, «Σιδηρόδρομοι στην Αρχαία Ελλάδα», στο Αλεξάνδρεια. Σιδηρόδρομος και πόλη. 1894-1994. Αφιερωματική έκδοση για τα 100 χρόνια σιδηροδρομικής σύνδεσης Θεσσαλονίκης- Μοναστηρίου και η επίδραση στην Αλεξάνδρεια. Αλεξάνδρεια 1994, σ. 11-12.

[4] Όλγα Τραγανού – Δεληγιάννη «Οι σιδηρόδρομοι και η ιστορία τους. Έρευνες και προσπάθειες διάσωσης και προστασίας» Ιστορία της Νεοελληνικής Τεχνολογίας, Α΄ τριήμερο εργασίας, Πάτρα 21-23 Οκτωβρίου 1988, Πρακτικά, Αθήνα (ΠΤΙ ΕΤΒΑ) 1991, σ. 154. Πρβλ. Κ. Γ. Αμπακούμκιν, Σιδηρόδρομοι, Αθήνα (Συμμετρία), 1990.

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Σιδηρόδρομος Λιγνιτωρυχείων Μοσχοποτάμου (Δράνιστα) Πιερίας (Dranista Lignite Mines Railway)


Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου   

Τα κοιτάσματα των λιθανθράκων στην περιοχή του Μοσχοποτάμου του δήμου Ελαφίνας Πιερίας (μέχρι το 1926 ονομαζόταν Δρυάνιστα ή Δράνιστα)[1] ήταν γνωστά από τα μέσα του 19ου αιώνα. Εν τούτοις μέχρι τότε η Οθωμανική Κυβέρνηση δεν είχε προχωρήσει σε κανενός είδους εκμετάλλευση[2]. Το 1862, λίγους μήνες μετά την ανάρρηση στον θρόνο του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ (1830-1876) η περιοχή της Δράνιστας παραχωρήθηκε στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου (Χεδιβιέ)[3]. Αυτός με τη σειρά του ανέθεσε το 1865 στον Βρετανό μεταλλειολόγο Mark Fryar να πραγματοποιήσει επιτόπιες μελέτες στην περιοχή και να συντάξει έκθεση για την ποιότητα του λιθάνθρακα και τις δυνατότητες πλήρους εκμετάλλευσής του.
Ο Mark Fryar ήρθε στη Δράνιστα τον Μάρτιο του 1866 συνοδευόμενος από ειδικό συνεργείο μηχανικών και γεωλόγων και διαπίστωσε την άριστη ποιότητα των κοιτασμάτων του λιθάνθρακα. Επιστρέφοντας στο Κάιρο ενημέρωσε τον αντιβασιλέα της Αιγύπτου (His Highness the Viceroy of Egypt), ενώ παράλληλα απέστειλε σχετική επιστολή στον Γενικό Γραμματέα της Γεωλογικής Εταιρείας του Μάντσεστερ (Manchester Geological Society):[4]

Cairo (Egypt), April 9, 1866
[…] The coal is of Tertiary age and is, properly speaking, a lignite, although highly carbonized. It is therefore very different from any coal, which so far as I am aware, has yet been discovered in Britain […]. I ought also to have stated that no operations have yet been commenced with the Dranista coal […].
Mark Fryar 

Το 1872 ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου έδωσε ειδική άδεια σε Βρετανούς μεταλλειολόγους να προχωρήσουν σε δοκιμαστική εκμετάλλευση. Στη Δράνιστα έρχονται οι μηχανικοί Gray και Bell οι οποίοι προχωρούν σε εξορύξεις και μεταφορά 350 τόνων λιθάνθρακα για ειδικές δοκιμές στην Ουαλία[5]. Οι συνθήκες όμως μεταφοράς ήταν εξουθενωτικές αφού η τελευταία γινόταν με άλογα και ημιόνους (σε μικρές ποσότητες) μέχρι τα παράλια του Κίτρους Κατερίνης. Οι Gray και Bell πρότειναν τότε την κατασκευή ενός ελαφρού σιδηροδρόμου (Light Railway) μήκους 20 περίπου χιλιομέτρων μέχρι την παραλία του Κίτρους που ήταν προσβάσιμη σε πλοία-φορτηγίδες[6]. Όλως παραδόξως, για άγνωστους λόγους, δεν υπήρχε συνέχεια στο εγχείρημα και η εκμετάλλευση σταμάτησε οριστικά.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Βρετανοί επανήλθαν. Αυτή τη φορά αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε εξορύξεις, αφού ο λιθάνθρακας ήταν η κυρίως χρησιμοποιούμενη καύσιμος ύλη στο Μακεδονικό Μέτωπο. Το καλοκαίρι του 1918 το 117 Βρετανικό Τάγμα Μηχανικών (117 Company Royal Engineers) κατασκεύασε σιδηροδρομική γραμμή μήκους 27 χιλιομέτρων με εύρος γραμμής 600mm (Decauville) η οποία άρχιζε από το χωριό Δράνιστα και αφού περνούσε μέσα από το χωριό Αρωνάς του δήμου Ελαφίνας, κατέληγε στην παραλία της Βρωμερής στην Κατερίνη[7]. Εκεί κατασκευάστηκε ξύλινη αποβάθρα όπου προσέγγιζαν τα ατμόπλοια που μετέφεραν τον λιθάνθρακα στη Θεσσαλονίκη. Στην κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου το οποίο άρχισε να λειτουργεί την 1η Σεπτεμβρίου 1918, εργάστηκαν εκατοντάδες Τούρκοι αιχμάλωτοι πολέμου. Για τις ανάγκες της έλξης οι Βρετανοί έθεσαν σε λειτουργία μία ατμάμαξα Baldwin 4-6-0Ts. Αυτή την περίοδο το λιγνιτωρυχείο παρήγαγε 3 τόνους καυσίμου ύλης ημερησίως[8].    

Η κατασκευή του βιομηχανικού σιδηροδρομικού δικτύου της Δράνιστας από τους Βρετανούς. Το έργο το οποίο πραγματοποιήθηκε με τη αναγκαστική εργασία Τούρκων αιχμαλώτων πολέμου αποπερατώθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1918. © Φωτογραφική Συλλογή Imperial War Museums (Catalogue number: Q 15159)

Η κατασκευή του βιομηχανικού σιδηροδρομικού δικτύου της Δράνιστας από τους Βρετανούς. Το έργο το οποίο πραγματοποιήθηκε με τη αναγκαστική εργασία Τούρκων αιχμαλώτων πολέμου αποπερατώθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1918. © Φωτογραφική Συλλογή Imperial War Museums (Catalogue number: Q 15157)
Η κατασκευή του βιομηχανικού σιδηροδρομικού δικτύου της Δράνιστας από τους Βρετανούς. Το έργο το οποίο πραγματοποιήθηκε με τη αναγκαστική εργασία Τούρκων αιχμαλώτων πολέμου αποπερατώθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1918. © Φωτογραφική Συλλογή Imperial War Museums (Catalogue number: Q 15158)

Η κατασκευή του βιομηχανικού σιδηροδρομικού δικτύου της Δράνιστας από τους Βρετανούς. Το έργο το οποίο πραγματοποιήθηκε με τη αναγκαστική εργασία Τούρκων αιχμαλώτων πολέμου αποπερατώθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1918. © Φωτογραφική Συλλογή Imperial War Museums (Catalogue number: Q 15156)
Μετά το τέλος του πολέμου τα λιγνιτωρυχεία περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο το οποίο τα παραχώρησε για εκμετάλλευση στους επιχειρηματίες αδελφούς Β. και Α. Γεωργίου από την Αθήνα. Οι τελευταίοι ίδρυσαν την Ανώνυμη Μεταλλευτική Εταιρεία «Δράνιστα» με έδρα την Αθήνα. Οι ίδιοι εξαγόρασαν το υπάρχον σιδηροδρομικό δίκτυο μαζί με το τροχαίο υλικό (ατμάμαξα, βαγονέτα) ενώ το 1920 προέβησαν στην αγορά άλλης μίας ατμάμαξας από την British Trade Corporation[9]. Ένα τμήμα όμως του υπάρχοντος παλαιού σιδηροδρομικού δικτύου (έξω από την Κατερίνη μέχρι την παραλία), είχε λεηλατηθεί από «αγνώστους»[10] με αποτέλεσμα οι επιχειρηματίες να κατασκευάσουν το 1922 νέα γραμμή μήκους 11 χιλιομέτρων που συνέδεσε το υπάρχον παλαιότερο δίκτυο με την παραλία της Βρωμερής (σημ. Παραλία Κατερίνης). Επί πλέον κατασκεύασαν και προέκταση της γραμμής μέχρι την πόλη της Κατερίνης όπου είχαν τα γραφεία τους. Εκεί ίδρυσαν «Σταθμό Ντεκοβίλ» στον οποίο φυλασσόταν οι δύο ατμάμαξες. Το 1924 συνέδεσαν τηλεφωνικά τον Σταθμό των Ντεκοβίλ με τα γραφεία τους και τις εγκαταστάσεις του λιγνιτωρυχείου στη Δράνιστα (Μοσχοπόταμο)[11].
Την ίδια περίοδο προμηθεύθηκαν ειδικά διαμορφωμένα βαγονέτα και τους καλοκαιρινούς μήνες (αργίες και Κυριακές) έθεσαν σε κυκλοφορία επιβατικό συρμό από την Κατερίνη μέχρι την παραλία, όπου οι κάτοικοι έναντι 5 δραχμών (με επιστροφή) έκαναν τα μπάνια τους. Ήταν το γνωστό στους Κατερινιώτες της εποχής ως «Ντεκοβίλ Γεωργίου».   

Χάρτης του σιδηροδρομικού δικτύου των λιγνιτωρυχείων του Μοσχοποτάμου (Δράνιστας). Επεξεργασία σχεδίου το οποίο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη Διδακτορική Διατριβή (Α.Π.Θ. 2002) της Ιωάννας Α. Συλβέστρου (σ. 33). 
Υπήρχαν όμως και μερικοί ζηλόφθονες οι οποίοι δεν είδαν με «καλό μάτι» την επιχείρηση. Τον Ιούνιο του 1924 κάποιοι «πελάτες» προκάλεσαν επίτηδες συμπλοκές με τους υπαλλήλους των αδελφών Γεωργίου με αποτέλεσμα οι επιχειρηματίες φοβούμενοι νέο κύκλο αντιπαράθεσης να σταματήσουν την κυκλοφορία του συρμού.
[…] Είχομεν και εμείς οι απόκληροι της τύχης Κατερινιώται τας καλοκαιρινάς μας εκδρομάς και τα θαλάσσιά μας μπάνια. Και αν και η θάλασσα απέχει της Κατερίνης 7 όλα χιλιόμετρα, εν τούτοις ο πτωχόκοσμος ηδύνατο να την αγκαλιάζει με μεγάλην ευκολίαν. Και τούτο το εχρεώστει εις τους κ. αδελφούς Γεωργίου τους εκμεταλλευτάς του ανθρακωρυχείου Δρυανίστης, και οίτινες το ιδιόκτητό των Ντεκοβίλ κάθε γιορτή το διέθετον διά τους Κατερινιώτας, οίτινες αντί μόνο πέντε και μόνον πέντε δραχμών μετ’ επιστροφής ανέπνεον τον ζείδωρον της Θαλάσσης και τα γαλανά νερά της ήνοιγον τους πόρους της αδήλου διαπνοής των. Την ευτυχίαν όμως δυστυχώς από της παρελθούσης Κυριακής την εστερήθημεν ίσως διά παντός!! Και διατί; διότι προ τινών ημερών μερικοί στηριζόμενοι εις τες σακκούλες των προυκάλεσαν επεισόδιον με τους υπαλλήλους των κ. αδελφών Γεωργίου. Και οι κ. Γεωργίου θιγέντες διέκοψαν την ευεργετικήν αυτήν διά τους Κατερινιώτας συγκοινωνίαν Κατερίνην-Θαλάσσης. Αλλά διατί, οι άλλωστε λίαν ευγενείς και προοδευτικώτατοι κύριοι  Γεωργίου έλαβον υπ’ όψει των 5-10 άτομα και δεν εσκέφθησαν την ολότητα της Κοινωνίας μας; Είμεθα πεπεισμένοι ότι οι κ.κ. αδελφοί Γεωργίου, οι μη φεισθέντες σεβαστού ποσού προς προέκτασιν της γραμμής του Ντεκοβίλ, και τούτο προς εξυπηρέτησιν των αναγκών της πόλεως Κατερίνης ότι θα αναθεωρήσωσι την σκληράν διά τον πτωχόκοσμον απόφασίν των και θα σπεύσωσι να διατάξωσι την επανάληψιν της εν λόγω συγκοινωνίας, να είναι δε βέβαιοι ότι ο κοσμάκης, ο πάντοτε πληρώνων τα σπασμένα, θα τους ευγνωμονή […][12]
Οι αδελφοί Γεωργίου επανέλαβαν τα δρομολόγια του Ντεκοβίλ. Αλλά η επαναλειτουργία διεκόπη απότομα τον Μάιο του 1925, αφού το σιδηροδρομικό δίκτυο καταστράφηκε ολοσχερώς με εντολή του εργολάβου Γιαννόπουλου για λόγους αντιζηλίας. Συνελήφθησαν και προφυλακίστηκαν οι υπάλληλοι του εργολάβου Ψαθάς και Μεταβελής οι οποίοι κατέστρεψαν το δίκτυο Κατερίνης-Παραλίας προκαλώντας ζημιές άνω του ενός εκατομμυρίου[13].
Οι αδελφοί όμως Γεωργίου δεν υποχώρησαν. Δύο εβδομάδες αργότερα επανέλαβαν τα δρομολόγια, αυτή τη φορά όμως προς την ενδοχώρα. Στις 7 Ιουνίου 1925, ο γενικός ταμίας των ανθρακωρυχείων Αρ. Κάκαρης οργάνωσε εκδρομή αλλιώτικη από τις άλλες. Στο συρμό επέβαιναν όλοι σχεδόν οι διανοούμενοι και οι επιστήμονες της Κατερίνης (καθηγητές, δάσκαλοι, δικηγόροι, γιατροί, ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι κλπ) θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να δείξουν ότι οι κάτοικοι της Κατερίνης δεν εκβιάζονται και δεν πτοούνται από ανάλογες καταστάσεις και τους ανθρώπους που τις προκαλούν[14].
Η επανακατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου από την πόλη της Κατερίνης μέχρι την Σκάλα της Βρωμερής ήταν πλέον ασύμφορη, επί πλέον δε το αυτοκίνητο είχε κάνει δυναμικά την εμφάνισή του στο χώρο των μεταφορών. Το σιδηροδρομικό δίκτυο εγκαταλείφθηκε οριστικά την ίδια χρονιά και η μεταφορά των λιγνιτών μέχρι τον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Κατερίνης γινόταν αποκλειστικά με φορτηγά αυτοκίνητα[15]. Κατά τη διάρκεια της κατοχής το λιγνιτωρυχείο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς, ενώ μετά τον πόλεμο το σιδηροδρομικό δίκτυο λεηλατήθηκε. Οι αδελφοί Γεωργίου αποχώρησαν από την εκμετάλλευση του ανθρακωρυχείου στα μέσα του 1953. Από το 1954 μέχρι σήμερα η εκμετάλλευση συνεχίστηκε «στην αρχή μέσω υπογείων στοών και έργων ενώ στη συνέχεια με την διά αποκαλύψεως εξόρυξη»[16]. Η εκμετάλλευση πέρασε αργότερα στην «Ομόρρυθμη Εταιρεία Λιγνιτωρυχείων Πιερίας Π. Τσάκα», ενώ τα τελευταία χρόνια στην «Κοινοτική Επιχείρηση Εξόρυξης Λιγνίτη Μοσχοποτάμου», οπότε και σταμάτησε οριστικά στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Δεν διασώζονται ίχνη του σιδηροδρομικού δικτύου και των κτιριακών εγκαταστάσεων (αποβάθρα φόρτωσης, αποθήκες κλπ).     


[1]. Η Δρυάνιστα αναγνωρίστηκε ως κοινότητα το 1918. Το 1926 μετονομάστηκε σε Μοσχοπόταμο (ΦΕΚ 346/Α/4-10-1926).
[2]. «Η ποιότης του λιγνίτου τούτου είναι εκ των καλυτέρων, είναι πισσομέλας και η θερμαντική του δύναμις ανέρχεται μέχρι 5.500 θερμίδων. Το ολικόν ποσόν του αποθέματος δύναται να υπολογισθή ότι ανέρχεται εις 100 εκατομμύρια τόννων». Βλ. Γεώργιος Χατζηκυριακού, Γεωλογική και Πετρογραφική σύστασις της Μακεδονίας. Ο Μεταλλευτικός αυτής πλούτος και οι γαιάνθρακες (λιγνίται) αυτής. Θεσσαλονίκη: Τύποις Μ. Παπακωνσταντίνου, 1929, σ. 39.     
[3].  Φάρος της Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη), φ. 1186 (14 Οκτωβρίου 1887). 
[4]. Transactions of the Manchester Geological Society, τ. V (1865-1866), No 16, σ. 245-246.  
[5]. Journal of the Society of Arts, Oxford University, τ. 22 (1874), σ. 1003. Βλ. Σχετικό άρθρο του Louis Figuier για το λιγνιτωρυχείο της Δράνιστας: La Press (Paris), 26 Ιανουαρίου 1875. Επίσης βλ. του ιδίου: Année scientifique et industrielle: ou Exposé annuel des travaux scientifiques, des inventions et des principales applications de la science à l'industrie et aux arts, qui ont attiré l'attention publique en France et à l'étranger, Paris: Librairie de L. Hachette et Cie, τ. 19 (1875), σ. 333-334.   
[6]. Saward’s Coal Trade Journal (New York), 28 Οκτωβρίου 1874, σ.1-2.   
[7]. William James Keith Davies, Light Railways of the First World War: A History of Tactical Rail Communications on the British Fronts, 1914-18, Newton Abbot (England), David & Charles, 1967, σ. 116. Πρβλ. The Railway Gazette, τ. 33 (1920), σ. 115. Επίσης βλ. Ι. Παπαδάκης, Αι πλουτοπαραγωγικαί δυνάμεις της Μακεδονίας. Εν Θεσσαλονίκη: Έκδοσις Καστρινάκη και Γεωργαντά, 1921, σ. 86. 
[8]. H. L. Pritchard (& Others) [επιμ.], History of the Corps of Royal Engineers: Gallipoli, Macedonia, Egypt and Palestine, Longmans, Green, τ. 6 (1952), σ. 145.
[9]. Πράκτορες πώλησης του Disposals Board του Βρετανικού Υπουργείου Εφοδιασμού, που είχε τα κεντρικά γραφεία στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Όλγας 45, στη Θεσσαλονίκη. Τα υλικά των σιδηροδρομικών δικτύων που ανήκαν στους Βρετανούς (γραμμές-διασταυρώσεις-περιστροφικές πλάκες-βαγονέτα-παραπήγματα κλπ) συγκεντρώθηκαν στις αποθήκες του Βρετανικού στρατού στο Dudular Base Ordonance Depot (Διαβατά), στο Base Park (οδός Μοναστηρίου) και στο Gravesend και Mars Pier Depots. Βλ. Εφημερίς των Βαλκανίων (Θεσσαλονίκη), φ. 508 (12 Ιανουαρίου 1920) και φ. 553 (3 Μαρτίου 1920). Άλλα δίκτυα που ανήκαν στην ιδιοκτησία του Γαλλικού στρατού, εκποιήθηκαν από το «Κονσόρτσιον Μακεδονίας» τα κεντρικά γραφεία του οποίου βρισκόταν στην οδό Σαλαμίνος 1, στη Θεσσαλονίκη. Βλ. Εφημερίς των Βαλκανίων (Θεσσαλονίκη), φ. 572 (23 Μαρτίου 1920) και φ. 574 (25 Μαρτίου 1920). Τα υλικά που επρόκειτο να εκποιηθούν, συγκεντρώνονταν σε ειδικά διαμορφωμένες αποθήκες του Γαλλικού στρατοπέδου «Φρανσαί Ντ’ Εσπερέ» που βρίσκονταν κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό του Ενωτικού στη Θεσσαλονίκη. Από το «Κονσόρτσιον Μακεδονίας» εκποιήθηκε επίσης  όλο το σιδηροδρομικό υλικό που είχαν εγκαταστήσει οι Γάλλοι στη Θράκη, λίγα χρόνια νωρίτερα. Εκτός από τα δίκτυα Decauville, εκποιήθηκαν και δίκτυα κανονικού πλάτους που είχαν κατασκευασθεί την περίοδο 1916-1918, γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Βλ. Εφημερίς των Βαλκανίων (Θεσσαλονίκη), φ. 550 (29 Φεβρουαρίου 1920), φ. 630 (23 Μαΐου 1920), φ. 632 (25 Μαΐου 1920), φ. 718 (23 Αυγούστου 1920) και φ. 732 (8 Αυγούστου 1920).
[10]. Η οικονομική κρίση της εποχής ανάγκασε πολλούς να λεηλατούν οτιδήποτε μεταλλικό και να το μεταπωλούν σε εργολάβους έναντι ολίγων δραχμών.
[11]. «Παρέχομεν εις τους Β. και Α. Γεωργίου, κατοίκους Κατερίνης, την άδειαν εγκαταστάσεως τηλεφωνικής συγκοινωνίας και κατασκευής ιδίαις αυτών δαπάναις τηλεφωνικής γραμμής μεταξύ του εν Κατερίνη γραφείου των μετά του σταθμού των «Δεκωβίλ» και του ανθρακωρυχείου των «Δράνιστα» υπό τον όρον όπως η γραμμή αύτη διέρχεται μακράν των του Δημοσίου γραμμών». Βλ. Βασιλικό Διάταγμα (17 Ιανουαρίου 1924): «Περί παροχής αδείας εγκαταστάσεως τηλεφ. συγκοινωνίας προς τους εν Κατερίνη Β. και Α. Γεωργίου» (ΦΕΚ 12/Α/22-1-1924).  
[12]. Μακεδονία (Θεσσαλονίκη), φ. 4393 (14 Ιουνίου 1924). 
[13]. Μακεδονικά Νέα (Θεσσαλονίκη), φ. 407 (26 Μαΐου 1925).
[14]. Μακεδονικά Νέα (Θεσσαλονίκη), φ. 423 (11 Ιουνίου 1925).
[15]. Γεώργιος Χατζηκυριακού, ό.π., σ. 39.     
[16]. Ιωάννα Α. Συλβέστρου, Στρωματογραφική, παλαιοντολογική και παλαιογεωγραφική μελέτη των νεογενών-τεταρτογενών αποθέσεων της λεκάνης Κατερίνης. Διδακτορική διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Γεωλογίας, Εργαστήριο Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 34.