Editorial

Editorial

Στην πορεία των Ελληνικών Σιδηροδρόμων, εκτός από τα ιστορικά εκείνα στοιχεία που συνθέτουν τη διαδρομή τους από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, σημαντική θέση κατέχουν οι εγκαταστάσεις και το τροχαίο υλικό, που αποτελούν «μνημεία»[1] της βιομηχανικής αρχαιολογίας της χώρας μας. Η βιομηχανική αρχαιολογία,[2] όρος σχετικά καινούργιος και σαν τέτοιος άγνωστος ίσως στο ευρύ κοινό, ερευνά, καταγράφει, διασώζει, αποκαθιστά και αναδεικνύει όλα εκείνα τα κατάλοιπα του παρελθόντος που συνθέτουν τη βιομηχανική και τεχνική μας κληρονομιά. Στην τεχνολογία των σιδηροδρόμων,[3] αναφερόμενοι σε εγκαταστάσεις, εννοούμε[4] τα κτίρια των επιβατικών σταθμών όλων των κατηγοριών, τα κτίρια των στάσεων και των φυλακίων, τους αποθηκευτικούς χώρους, τα μηχανοστάσια, τα εργοστάσια, τα κτίρια της διοίκησης και εκμετάλλευσης των γραμμών καθώς και τις κατοικίες του προσωπικού των σιδηροδρόμων. Σαν εγκαταστάσεις αναφέρονται επίσης οι σιδηροτροχιές, ο μηχανολογικός και πάσης φύσεως τεχνικός εξοπλισμός και τα τεχνικά έργα, όπως είναι τα αναχώματα, οι γέφυρες και οι σήραγγες. Αναφερόμενοι στο τροχαίο υλικό εννοούμε, τις μηχανές και τα βαγόνια όλων των τύπων και κατηγοριών. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις και τα μεγάλα τεχνικά έργα, που δημιουργήθηκαν από τις εταιρείες που κατασκεύασαν τα σιδηροδρομικά δίκτυα και πού διασώζονται μέχρι σήμερα, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αργοπεθαίνουν από τα στοιχεία της φύσης αλλά και από την αδιαφορία και τα συμφέροντα των ανθρώπων. Σκοπός του ιστολογίου είναι να παρουσιάσει μία γενική εικόνα των κτιριακών εγκαταστάσεων και του μουσειακού κυρίως τροχαίου υλικού, των σιδηροδρομικών δικτύων της Μακεδονίας, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Και αυτό γίνεται στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας, που σκοπό έχει, αφ’ ενός να ενημερώσει και να ευαισθητοποιήσει το ευρύ κοινό, αφ’ ετέρου, να θέσει τους αρμόδιους ενώπιον των ευθυνών τους σε ζητήματα που αφορούν την πολιτιστική και τεχνολογική κληρονομιά της Ελλάδας. Τη σιδηροδρομική μας κληρονομιά. Στην αυγή του 21ου αιώνα, ο αέρας του εκσυγχρονισμού που πνέει στους Ελληνικούς Σιδηροδρόμους, παρασέρνει και αφανίζει συνάμα, ιστορία ενός και πλέον αιώνα.



[1] Η κήρυξη κτιρίου ως έργου τέχνης ή ιστορικού διατηρητέου μνημείου γίνεται σύμφωνα με το Ν. 1469/1950 «περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενέστερων του 1830», με το άρθρο 52 του Κ.Ν. 5351/1932 «περί Αρχαιοτήτων» και με το Ν. 2039/1992 «περί κύρωσης της σύμβασης για τη προστασία της Αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης».

[2] Ο πρώτος που προσδιόρισε τον όρο Βιομηχανική Αρχαιολογία ήταν ο Donald Dudley, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας, στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και οι πρώτες μελέτες οφείλονται στον καθηγητή Michael Rix. Bλ. Rainer Slotta, Εισαγωγή στη Βιομηχανική Αρχαιολογία, Μτφ. Άγη Παπαδοπούλου, Αθήνα (ΠΤΙ. ΕΤΒΑ), 1992 και Pinard Jacques, Η Βιομηχανική Αρχαιολογία, Μτφ. Γιώργου Σπανού, Αθήνα (ΠΤΙ. ΕΤΒΑ), 1992.

[3] Οι απαρχές της τεχνικής των σιδηροδρόμων σύμφωνα με την γνώμη πολλών ειδικών, βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα. Βλ. Εισήγηση του Χ. Η. Χαλαζιά, στο Α΄ Βαλκανικό Συνέδριο με θέμα «Σιδηρόδρομοι και Πολιτισμός», Θεσσαλονίκη 4 -5 Νοεμβρίου 1994. Πρβλ. Τότε τ. 56 (1995), σ. 9, Δ. Παπαδημητρίου, «Σιδηρόδρομοι στην Αρχαία Ελλάδα», στο Αλεξάνδρεια. Σιδηρόδρομος και πόλη. 1894-1994. Αφιερωματική έκδοση για τα 100 χρόνια σιδηροδρομικής σύνδεσης Θεσσαλονίκης- Μοναστηρίου και η επίδραση στην Αλεξάνδρεια. Αλεξάνδρεια 1994, σ. 11-12.

[4] Όλγα Τραγανού – Δεληγιάννη «Οι σιδηρόδρομοι και η ιστορία τους. Έρευνες και προσπάθειες διάσωσης και προστασίας» Ιστορία της Νεοελληνικής Τεχνολογίας, Α΄ τριήμερο εργασίας, Πάτρα 21-23 Οκτωβρίου 1988, Πρακτικά, Αθήνα (ΠΤΙ ΕΤΒΑ) 1991, σ. 154. Πρβλ. Κ. Γ. Αμπακούμκιν, Σιδηρόδρομοι, Αθήνα (Συμμετρία), 1990.

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Σιδηρόδρομος Κεραμοποιείου Πολυμέρη, Σέρρες (Polymeri, Serres, Brickworks Railway)


Η Χαμένη Κεραμοποιία Πολυμέρη μέσα από την Ιστορία των Σερρών
Αποσπάσματα από την μελέτη η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Γιατί» (Σέρρες), 29 Νοεμβρίου 2001.

Από την Δρ. Ελένη Αμπατζή
Καθηγήτρια Πανεπιστημίου

Στην πεδιάδα των Σερρών, περίπου δύο χιλιόμετρα από τα εστιατόρια του Αι-Γιάννη, στέκεται ένα παλιό φουγάρο. Όταν τα κοντινά δένδρα ήταν μικρότερα, το φουγάρο δέσποζε στην πεδιάδα και φαίνονταν ξεκάθαρα όσο ανέβαινε κανείς τον δρόμο προς τα βουνά. Τώρα ψήλωσαν τα δένδρα, και δεν ξεχωρίζει τόσο. Το έφτασαν και τα σπίτια, ήδη ένα διώροφο βρίσκεται μερικά μέτρα μακριά του. Το κληρονομητήριο συμβόλαιο καταγράφει το οικόπεδο ως αγροτεμάχιο με ερειπωμένα κτίσματα της κεραμοποιίας Πολυμέρη. Αναφέρονται ως κληρονόμοι κάποιες γυναίκες, χήρες και κόρες της οικογένειας.
Η μοίρα του εργοστασίου θυμίζει μια μικρή ιστορία που διηγούνταν γι’ αυτό, με ήρωες ένα σκυλί κι’ ένα άλογο. Το εργοστάσιο είχε και στάβλο με άλογα. Ένα σκυλί δημιούργησε στενή φιλία με ένα άλογο, και το ακολουθούσε παντού. Αλλά κάποια στιγμή το άλογο πήγε επιστρατευμένο στο μέτωπο. Το σκυλί ακολούθησε, αλλά μια μέρα γύρισε πίσω μόνο. Κάθισε έξω από την πόρτα του σταύλου και αρνήθηκε τελείως να φάει. Έτσι κατάλαβαν ότι το άλογο είχε σκοτωθεί. Λίγες μέρες μετά ψόφησε και το σκυλί.
Σαν το σκυλί εκείνο, η εκκολαπτόμενη βιομηχανία των Σερρών στις αρχές του 20ού αιώνα δεν άντεξε στις καταστροφές. Το φουγάρο μαζί με τα ισοπεδωμένα ερείπια 20 φούρνων είναι το απομεινάρι ενός κεραμοποιείου που χτίστηκε το 1907-13 με μεγάλες προοπτικές για το μέλλον μιας επαρχίας που μόλις είχε ενσωματωθεί στην Ελλάδα. Δούλεψε για ενάμισι χρόνο περίπου, και το ανατίναξαν οι Βούλγαροι το 1916. Τα μέλη της οικογένειας που το χρηματοδότησε και το έχτισε κατέληξαν, όπως χιλιάδες άλλοι, όμηροι στη Βουλγαρία, όπου δούλεψαν καταναγκαστικά γι’ αυτούς που τους κατέστρεψαν.
Γκρεμίζοντας ένα παλιό σπίτι πριν λίγα χρόνια, κάποιος βρήκε ένα τούβλο που γράφει επάνω «Τ. Δ. Πολυμέρης & Σια – Σέρραι». Είναι το μοναδικό γνωστό προϊόν του εργοστασίου. Το ίδιο είναι τελείως ξεχασμένο, και τα αρχεία του έχουν χαθεί. Η μόνη ίσως εικόνα της μονάδας αυτής στο 2001 είναι χαραγμένη στη μνήμη μιας 90χρονης κυρίας. Το άρθρο αυτό παραθέτει την ιστορία του εργοστασίου, όπως συντέθηκε από τις αναμνήσεις των συγγενών της οικογένειας Πολυμέρη […].
Το εργοστάσιο φαίνεται ότι ήταν το νεανικό όνειρο κάποιου μάλλον ασυνήθιστου ανθρώπου που πήγε στη ζωή αρκετά μακρύτερα από τους συγγενείς του. Ο Τριαντάφυλλος Πολυμέρης ήταν το γεροντόπαιδο ενός αγράμματου αμπελουργού που μετακόμισε από την Άρτα στις Σέρρες κατά το 1825 και παντρεύτηκε κατά το 1843 μια επίσης αγράμματη βουλγαρόφωνη σταχομαζώχτρα από το Βίσενι, χωριό κοντά στα μετέπειτα βουλγαρικά σύνορα. Μετά από τρία παιδιά, που είχαν ελάχιστη ή μηδενική μόρφωση, γεννήθηκε ο Τριαντάφυλλος το 1875, όταν η μάνα του ήταν πάνω από 50 χρονών. Πήγε στο σχολείο στα Κάτω Καμινίκια Σερρών φορώντας ένα παπούτσι κι ένα τσαρούχι. Στις τελικές εξετάσεις του δημοτικού παραβρέθηκε ο δεσπότης Σερρών. Του είπαν οι δάσκαλοι ότι το παιδί δεν θα συνέχιζε τις σπουδές επειδή δεν είχε πόρους, και ο Δεσπότης του έδωσε υποτροφία για να σπουδάσει στο ελληνικό γυμνάσιο Σερρών. Τελειώνοντας, ο Τριαντάφυλλος διορίστηκε δάσκαλος στην Πεντάπολη Σερρών (ή στη Νιγρίτα), αλλά δούλεψε δάσκαλος μόνο ίσως δύο χρόνια. Έκανε πρακτική για φαρμακοποιός, αλλά κατάφερε και έφτασε στη Θεσσαλονίκη όπου φοίτησε στη γαλλική εμπορική σχολή Guiraud κατά το 1895, περίπου στα 21 χρόνια του. Εκεί έμαθε λογιστική, γαλλικά, βιομηχανική χημεία και μηχανές, ενώ δίδασκε τούρκικα. Ίσως βλέποντας την κεραμοποιία Αλλατίνι, του ήρθε η ιδέα να χτίσει εργοστάσιο κεραμικών στις Σέρρες. Τελειώνοντας τη σχολή, πήγε στο Bordeaux της Γαλλίας και μαθήτευσε σε μια κεραμοποιία για ένα χρόνο. Γύρισε στις Σέρρες κατά το 1898, όπου συνεταιρίστηκε με κάποιον (πιθανώς τον Γιώργη Τζελέπη) και άρχισαν εμπόριο με τις Σαράντα Εκκλησιές της Θράκης, Κωνσταντινούπολη και Θεσσαλονίκη.
Το όνειρό του να κάνει εργοστάσιο έγινε εφικτό όταν παντρεύτηκε την Πηνελόπη Τζελέπη και πήρε την προίκα της. Η Πηνελόπη, γεννημένη το 1886, ήταν η μικρότερη κόρη του Δημητρού (Μητρούση) Τζελέπη, εύπορου ζωέμπορα από την Καρδίτσα που μετακόμισε στις Σέρρες πιθανώς κατά το 1850 και παντρεύτηκε με την ντόπια σαρακατσάνα Ρίνα Βάργεμεζη κατά το 1864. Ο Μητρούσης έπεσε θύμα ληστρικής ενέδρας κατά το 1890 φεύγοντας από την Καρδίτσα αφού είχε πουλήσει ζώα στην  Αθήνα, και πέθανε σε λίγες μέρες από τραύματα και πνευμονία. Την κηδεμονία της οικογένειας ανέλαβε ο 18χρονος πρωτότοκος Γιώργης που πάντρεψε την Πηνελόπη με τον Τριαντάφυλλο τον Ιούλιο του 1905. Της έδωσε 200 χρυσές τουρκικές λίρες προίκα και συνεισέφερε το μεγαλύτερο μερίδιο για την κατασκευή του εργοστασίου.
Το εργοστάσιο άρχισε να χτίζεται κατά το 1906, ενώ ταυτόχρονα γεννιούνταν τα παιδιά που αργότερα θα το θυμούνταν. Επενδύθηκαν οι οικονομίες του Τριαντάφυλλου από το χονδρεμπόριο κρασιών, η προίκα της Πηνελόπης και τα κεφάλαια του Γιώργη Τζελέπη. Βρέθηκε ένα κτήμα 12 στρεμμάτων στους Επταμύλους Σερρών, πέντε χιλιόμετρα μακριά από την πόλη, όπου το χώμα ήταν κατάλληλος άργιλος. Το δεύτερο χρόνο που χτίζονταν, το 1908, πέθανε ο Γιώργης Τζελέπης και δύο συγγενείς του απαιτούσαν το μερίδιο της κληρονομιάς τους που όμως είχε επενδυθεί. Ο Τριαντάφυλλος κατέφυγε σε αργυραμοιβούς (αναφέρεται όνομα Ζαφειρίου) για να πληρώσει τις κληρονόμους. Ίσως να έβαλε και άλλους συνεταίρους εκτός οικογενείας. Είναι πιθανόν ότι αυτός ο θάνατος καθυστέρησε την ημερομηνία έναρξης του εργοστασίου, που τελικά δεν είναι γνωστή. Οι διηγήσεις των συγγενών οδηγούν σε χρόνο έναρξης κατά το 1913. Όμως υπάρχει μία διαφήμιση του εργοστασίου σε επετηρίδα του 1910 και δύσκολα πιστεύει κανείς ότι αυτό διαφημίστηκε πριν αρχίσει.
Οι πληροφορίες για το κόστος και τη λειτουργία του εργοστασίου που έφτασαν ως το 2001 είναι υποτυπώδεις και αναφέρονται σε δευτερεύουσες λεπτομέρειες. Το εργοστάσιο έκαμνε διάτρητα και συμπαγή τούβλα, κεραμίδια, και πήλινες, εμαγιέ σόμπες. Πήγε ο Τριαντάφυλλος στη Λυών κι έφερε μηχανήματα για το μηχανοστάσιο. Η κατασκευή και ο εξοπλισμός κόστισαν ίσως 600 ή 800 λίρες. Εκατό εργάτες είχε, «πατέρα τον φώναζαν» τον Τριαντάφυλλο. Υπήρχε ένα γραφείο στην ύπαιθρο με κληματαριά από επάνω. Υπήρχε διπλή γραμμή decauville (βαγόνια σε ράγιες), μία για να φέρνει χώμα στο εργοστάσιο και μια άλλη για να μεταφέρει τα προϊόντα στο σταθμό. Υπήρχε κι ένα σιδερένιο ανατρεπόμενο να μεταφέρει τη λάσπη. Χτίστηκαν 20 φούρνοι, όπου ψήνονταν τα τούβλα, των οποίων σώζονται τα θεμέλια. Τα αέρια έβγαιναν από την ψηλή καμινάδα στο τέρμα των φούρνων, που είχε και αλεξικέραυνο. Η Αριάδνη Πολυμέρη θυμάται να ξαπλώνει μικρό παιδί επάνω σε μια σχάρα και κάτι μοχλούς που ίσως έλεγχαν τους φούρνους. Θυμάται ένα σκοτεινό διάδρομο με ένα γραφείο στο βάθος, και δάπεδο ίσως ξύλινο […].
Η καταστροφή των Σερρών στις 28 Ιουνίου 1913 έχει περιγραφεί πολλές φορές σε βιβλία (πχ. Βασίλη Τζανακάρη, Πέτρου Πέννα, Λεφάκη) και είναι θέμα τραγικό λεπτομερών διηγήσεων των συγγενών, όπως και πολλών παθόντων.
Οι κομιτατζήδες έριξαν εμπρηστική ύλη στους δρόμους και έκαψαν τις ελληνικές συνοικίες, όπως και τη μητρόπολη των Αγίων Θεοδώρων με το ιστορικό αρχείο της. Από τα 6000 σπίτια στις Σέρρες, κάηκαν τα 4500, 1000 μαγαζιά και 18 εκκλησίες. Ως τις μέρες εκείνες της καταστροφής η οικογένεια κρύβονταν μετά την απόπειρα σύλληψης του Πολυμέρη από τους Βουλγάρους. Εκείνη τη μέρα ήταν στο σπίτι τους στην Άνω Καμινίκια επειδή ο εφτάχρονος Δημήτρης Πολυμέρης είχε ελονοσία και ο Τριαντάφυλλος πήγε στο γιατρό για κινίνο. Έφυγαν από τα σπίτια τους τρέχοντας με τα μωρά στα χέρια, προσπαθώντας να περάσουν το Στρυμόνα. Το σπίτι με όλα τους τα υπάρχοντα κάηκε, όπως κάηκε και το εμπορικό γραφείο που είχε ο Τριαντάφυλλος στην πόλη. Αλλά το εργοστάσιο, έτοιμο σχεδόν να λειτουργήσει, ήταν σχετικά μακριά από την πυρίκαυστη ζώνη και δεν έπαθε τίποτα. Ένας υπηρέτης έφερε το μόνιππο αμαξάκι, και η οικογένεια μαζί με άλλες ταξίδεψε με αυτό τα 100 χιλιόμετρα για τη Θεσσαλονίκη […].
Τελικά, ο Τριαντάφυλλος γύρισε πίσω, βρήκε τούρκικο σπίτι να κατοικήσει η οικογένεια, και όλοι επέστρεψαν. Οι Σέρρες χρειάζονταν ανοικοδόμηση, και η κεραμοποιία δεν προλάβαινε να αντιμετωπίσει τη ζήτηση. Καυτά τα βγάζανε τα τούβλα από τους φούρνους, και η βιομηχανία έβγαζε αρκετά κέρδη το 1915. Με την λειτουργία του εργοστασίου εμφανίστηκαν για πρώτη φορά ευρωπαϊκά κεραμίδια, καλύτερα από αυτά που πολλά πρόχειρα κεραμοποιία έψηναν στον ήλιο. Ως τότε, τα σύγχρονα κεραμίδια έπρεπε να έρθουν από το εργοστάσιο Αλλατίνη της Θεσσαλονίκης. Ήταν για λίγο καιρό η χρυσή εποχή. Ο Τριαντάφυλλος πήγαινε στη δουλειά με το μόνιππο, και η Πηνελόπη πήγαινε τρείς-τέσσερις φορές την εβδομάδα τα απογεύματα καβάλα σε άλογο. Τα καλοκαίρια τα περνούσαν εκεί τα παιδιά από το πρωί ως το βράδυ. Μόνο που η ευημερία δεν ήταν να κρατήσει […].
Τον Μάιο του 1916 παραδόθηκε το οχυρό Ρούπελ στους Βουλγάρους, και οι Γερμανοί αιχμαλώτισαν το μεγαλύτερο μέρος του Δ΄ Σώματος Στρατού. Τον Ιούλιο του 1916 οι Βούλγαροι παραβίασαν πάλι τα ελληνικά σύνορα […]. Στις Σέρρες πανικός, ενώ όλος ο πληθυσμός προσπαθούσε ξανά να περάσει το Στρυμόνα και να πάει στη Θεσσαλονίκη. Είναι αποτυπωμένες στην μνήμη των κάποτε μικρών παιδιών οι ανατριχιαστικές διηγήσεις της προσπάθειας να περάσουν απέναντι, ενώ οι Άγγλοι τους εμπόδιζαν. Η οικογένεια του Τριαντάφυλλου δεν πέρασε, και η οικογένεια της Αθηνάς, αδελφής της Πηνελόπης χωρίστηκε. Γύρισαν στις Σέρρες να περιμένουν τη μοίρα τους.
Οι Βούλγαροι επέστρεψαν στις 9 Αύγουστου του 1916 επιβάλλοντας δεύτερη κατοχή. Η πόλη αποκλείστηκε λόγω των μαχών που γίνονταν από όλες τις μεριές, και τα τρόφιμα έλειψαν πολύ γρήγορα. Γρήγορα άρχισε μεγάλη πείνα, φαινόμενο γενικό και επανειλημμένο στις βουλγαρικές κατοχές. […].
Ξανάρχισαν οι επιτάξεις, απαγωγές και οι πιέσεις. Οι Βούλγαροι επέταξαν όλους τους Έλληνες ηλικίας 16 ως 60 χρονών (ίσως 72.000 άνδρες στις Σέρρες, Δράμα και Καβάλα) και τους έστειλαν στα βουνά της Βουλγαρίας να κάνουν δρόμους και οχυρά. «Έναν περίπατο θα κάνουν» έλεγε ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος τότε, κατά τη διήγηση της  Αριάδνης Πολυμέρη. Από αυτούς αργότερα γύρισαν 9000, και αυτοί με προφυματίωση, γέμισαν τα σανατόρια της Πορταριά, από εξανθηματικό τύφο. Όσοι γύρισαν λέγανε ότι «κυνηγούσανε το φασόλι μέσα στην καραβάνα». Πήρανε όμηρο και τον Τριαντάφυλλο Πολυμέρη το Οκτώβριο του 1916. Έφυγε με μια μικρή βαλίτσα, παλτό, νερό και ψωμί και ένα σακούλι καπνό. Κατέγραψαν τους ομήρους στο σχολείο και τους έστειλαν με τα πόδια 30 χιλιόμετρα μακριά να πάρουν τραίνο, γιατί ο σταθμός των Σερρών είχε καταστραφεί. Τον έβαλαν να δουλέψει λογιστής σε ένα εργοστάσιο μπύρας στη Σούμλα (Shumen, στη βορειοανατολική Βουλγαρία) για 100 λέβα το μήνα. Από τη βουλγαρόφωνη μάνα του εμφανώς ήξερε βουλγάρικα, και πήρε βιβλίο γραμματικής να τα μάθει καλύτερα. Είναι άγνωστο πότε σταμάτησε να δουλεύει η κεραμοποιία. Πιθανώς να σταμάτησε με την έναρξη του αποκλεισμού λόγω έλλειψης πρώτων υλών και ζήτησης. Το μόνο γνωστό είναι ότι οι Βούλγαροι την ανατίναξαν λίγο μετά την αποχώρηση του Τριαντάφυλλου. Έστειλαν τα μηχανήματα στην Βουλγαρία και χρησιμοποίησαν τα υλικά για να χτίσουν στρατώνα […].
Οι Βούλγαροι έφυγαν από τις Σέρρες στις 18 Σεπτεμβρίου 1918, παίρνοντας ό,τι ήταν δυνατόν να κουβαληθεί στους αραμπάδες: Τούβλα, πόρτες, παράθυρα, κεραμίδια. Αλλά οι Σέρρες είχαν καταστραφεί […] Οι περισσότεροι παλιοί Σερραίοι εγκατέλειψαν την πόλη και ξενιτεύτηκαν για πάντα.
Η οικογένεια Πολυμέρη γύρισε στις Σέρρες στις 22 Δεκεμβρίου 1918. Άγγλοι τους μετέφεραν με καμιόνια. Δεν βρήκαν ούτε ένα πιάτο από τα πράγματά τους, τα είχαν πάρει οι Βούλγαροι. Το σπίτι τους, που το είχαν με ενοίκιο, είχε νοικιαστεί αλλού. Έπιασαν ένα μετόχι της μονής του Τιμίου Προδρόμου, που άλλοτε ήταν στρατώνας, και το ξεψείριασαν. (Δίπλα στην εκκλησία η διπλοκατοικία αυτή στέκονταν ακόμα αν και ακατοίκητη το 2001). Πέρασαν εμπειρογνώμονες, εκτίμησαν τις ζημιές του εργοστασίου, και η Βουλγαρική κυβέρνηση ήταν να πληρώσει 150.000 δρχ. Ήταν ελάχιστα, ούτε σπίτι δεν έκτιζε κανείς με αυτά. Αλλά άλλαξε η κυβέρνηση, έπεσε ο Βενιζέλος, και ούτε κι αυτά πήρανε. Η Βουλγαρία πήρε τετραετή αναβολή να πληρώσει αποζημιώσεις και τελικά δεν πλήρωσε τίποτα.  
Ο Τριαντάφυλλος επισκεύασε ένα δίτροχο κάρο του εργοστασίου που βρέθηκε, και ο στρατός του έδωσε ένα μουλάρι. Έτσι κουβαλούσε για πολλούς μήνες άλευρα επισιτισμού και τάιζε την οικογένειά του δωρεάν άσπρο ψωμί. Με έναν γνωστό ονόματι Πέτρου, ξεκίνησε γραφείο μεταφορών με το κάρο. Το ένα ζώο έγινε δύο, και μετά αποκτήθηκαν βουβαλαραμπάδες, που μετέφεραν τα καπνά της περιοχής […].
Δεν ξανάγινε προσπάθεια για να λειτουργήσει η κεραμοποιία. Ο Τριαντάφυλλος δεν ήθελε να ξαναδεί το ακίνητο και λέγανε οι συγγενείς ότι έκανε 20 χρόνια να ξαναπατήσει εκεί. Όμως οι περιπέτειες του παλιού εργοστασίου συνεχίζονταν. Κατά το 1919 ήρθαν οι Καυκάσιοι πρόσφυγες και μετά το 1922 οι Μικρασιάτες. Τους στέγασαν προσωρινά στους 20 φούρνους, από τους οποίους 10 έγιναν σπίτια και 10 έγιναν σταύλοι. Οι περίοικοι γκρέμισαν τα υπόλοιπα ερείπια και χρησιμοποίησαν τα υλικά. Άρχισαν να κατεδαφίζουν και το φουγάρο, αλλά κάποιος ειδοποίησε την οικογένεια, και έστειλαν άνθρωπο να γκρεμίσει τη σκάλα που έφτανε στην κορυφή. Με την πάροδο του χρόνου, εξαφανίστηκαν σχεδόν όλα τα κτίσματα. Οι χωρικοί έσπειραν σπαρτά, και το μέρος ξανάγινε αγρός. Η οικογένεια το περιέφραξε, αλλά οι πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί εκεί προσπάθησαν να το οικειοποιηθούν με χρησικτησία. Έκαναν μήνυση και έφεραν ψευδομάρτυρες, αλλά ο Τριαντάφυλλος κέρδισε τη δίκη και δεν έχασε το ακίνητο τότε. Όμως το έχασε από ένα άλλο οικογενειακό πρόβλημα, ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο οποίο βρέθηκε ένας γιός του. Για να αντιμετωπίσει τα δικαστικά έξοδα, ο Τριαντάφυλλος πούλησε για 30.000 δρχ. τα 11 στρέμματα του ακινήτου. Κράτησε μόνο τα 1300 τμ. που περιέχουν τα ερείπια των φούρνων και το φουγάρο. Η ευημερία της οικογένειας Πολυμέρη άρχισε να παραπαίει το 1929 όταν με το οικονομικό κραχ της Αμερικής η σοδειά των καπνών δεν πουλήθηκε. Ο Τριαντάφυλλος είχε ξανοιχτεί, αγοράζοντας καπναποθήκες και οικόπεδο για να χτίσει σπίτι, αλλά κάποια στιγμή είχε μεγάλα χρέη στην Εθνική Τράπεζα. Βλέποντας ότι τα καπνά δεν είχαν σταθερό μέλλον, έστειλε το μεγάλο γιό του να σπουδάσει πολιτικός μηχανικός στην Ελβετία. Η γενική οικονομική κατάσταση καλυτέρεψε, αλλά βρέθηκε αντιμέτωπος με υπέρμετρα έξοδα ενός γιού φοιτητή και της υποχρέωσης να πληρώσει το χρέος κάποιου εμπόρου για τον οποίο είχε εγγυηθεί. Ταυτόχρονα, κάποιος καπνέμπορος του χρωστούσε λεφτά και δεν τον πλήρωνε. Δεν άντεξε αυτήν την τελευταία ταλαιπωρία. Η υγεία του είχε κλονιστεί, πιθανώς και από το κάπνισμα. Πέθανε ξαφνικά από έμφραγμα ένα βράδυ στις 19 Δεκέμβρη του 1936 σε ηλικία 62 χρονών […].
Με το πέρασμα του χρόνου και τους θανάτους των παιδιών του Τριαντάφυλλου, το εναπομείναν ακίνητο των 1300 τ.μ. κατακερματίστηκε σε μικρά κληρονομικά μερίδια απογόνων που ζούσαν στην Ελβετία, ΗΠΑ και Χιλή. Μετά από γραφειοκρατικό μαραθώνιο δύο χρόνων, μαζεύτηκαν το 2001 για λόγους ιστορικούς τα μερίδια στο όνομα δύο απογόνων, Ελένης Αμπατζή και Μανώλη Μπόζη. Αλλά μετά από 85 χρόνια καταστροφών, η παλιά μονάδα είναι σε εξαιρετικά κακή κατάσταση. Όλοι την έχουν ξεχάσει, και δεν αναφέρεται σε δημοσιεύσεις σχετικά με άλλα εγκαταλειμμένα εργοστάσια του καιρού.