Editorial

Editorial

Στην πορεία των Ελληνικών Σιδηροδρόμων, εκτός από τα ιστορικά εκείνα στοιχεία που συνθέτουν τη διαδρομή τους από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, σημαντική θέση κατέχουν οι εγκαταστάσεις και το τροχαίο υλικό, που αποτελούν «μνημεία»[1] της βιομηχανικής αρχαιολογίας της χώρας μας. Η βιομηχανική αρχαιολογία,[2] όρος σχετικά καινούργιος και σαν τέτοιος άγνωστος ίσως στο ευρύ κοινό, ερευνά, καταγράφει, διασώζει, αποκαθιστά και αναδεικνύει όλα εκείνα τα κατάλοιπα του παρελθόντος που συνθέτουν τη βιομηχανική και τεχνική μας κληρονομιά. Στην τεχνολογία των σιδηροδρόμων,[3] αναφερόμενοι σε εγκαταστάσεις, εννοούμε[4] τα κτίρια των επιβατικών σταθμών όλων των κατηγοριών, τα κτίρια των στάσεων και των φυλακίων, τους αποθηκευτικούς χώρους, τα μηχανοστάσια, τα εργοστάσια, τα κτίρια της διοίκησης και εκμετάλλευσης των γραμμών καθώς και τις κατοικίες του προσωπικού των σιδηροδρόμων. Σαν εγκαταστάσεις αναφέρονται επίσης οι σιδηροτροχιές, ο μηχανολογικός και πάσης φύσεως τεχνικός εξοπλισμός και τα τεχνικά έργα, όπως είναι τα αναχώματα, οι γέφυρες και οι σήραγγες. Αναφερόμενοι στο τροχαίο υλικό εννοούμε, τις μηχανές και τα βαγόνια όλων των τύπων και κατηγοριών. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις και τα μεγάλα τεχνικά έργα, που δημιουργήθηκαν από τις εταιρείες που κατασκεύασαν τα σιδηροδρομικά δίκτυα και πού διασώζονται μέχρι σήμερα, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αργοπεθαίνουν από τα στοιχεία της φύσης αλλά και από την αδιαφορία και τα συμφέροντα των ανθρώπων. Σκοπός του ιστολογίου είναι να παρουσιάσει μία γενική εικόνα των κτιριακών εγκαταστάσεων και του μουσειακού κυρίως τροχαίου υλικού, των σιδηροδρομικών δικτύων της Μακεδονίας, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Και αυτό γίνεται στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας, που σκοπό έχει, αφ’ ενός να ενημερώσει και να ευαισθητοποιήσει το ευρύ κοινό, αφ’ ετέρου, να θέσει τους αρμόδιους ενώπιον των ευθυνών τους σε ζητήματα που αφορούν την πολιτιστική και τεχνολογική κληρονομιά της Ελλάδας. Τη σιδηροδρομική μας κληρονομιά. Στην αυγή του 21ου αιώνα, ο αέρας του εκσυγχρονισμού που πνέει στους Ελληνικούς Σιδηροδρόμους, παρασέρνει και αφανίζει συνάμα, ιστορία ενός και πλέον αιώνα.



[1] Η κήρυξη κτιρίου ως έργου τέχνης ή ιστορικού διατηρητέου μνημείου γίνεται σύμφωνα με το Ν. 1469/1950 «περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενέστερων του 1830», με το άρθρο 52 του Κ.Ν. 5351/1932 «περί Αρχαιοτήτων» και με το Ν. 2039/1992 «περί κύρωσης της σύμβασης για τη προστασία της Αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης».

[2] Ο πρώτος που προσδιόρισε τον όρο Βιομηχανική Αρχαιολογία ήταν ο Donald Dudley, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας, στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και οι πρώτες μελέτες οφείλονται στον καθηγητή Michael Rix. Bλ. Rainer Slotta, Εισαγωγή στη Βιομηχανική Αρχαιολογία, Μτφ. Άγη Παπαδοπούλου, Αθήνα (ΠΤΙ. ΕΤΒΑ), 1992 και Pinard Jacques, Η Βιομηχανική Αρχαιολογία, Μτφ. Γιώργου Σπανού, Αθήνα (ΠΤΙ. ΕΤΒΑ), 1992.

[3] Οι απαρχές της τεχνικής των σιδηροδρόμων σύμφωνα με την γνώμη πολλών ειδικών, βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα. Βλ. Εισήγηση του Χ. Η. Χαλαζιά, στο Α΄ Βαλκανικό Συνέδριο με θέμα «Σιδηρόδρομοι και Πολιτισμός», Θεσσαλονίκη 4 -5 Νοεμβρίου 1994. Πρβλ. Τότε τ. 56 (1995), σ. 9, Δ. Παπαδημητρίου, «Σιδηρόδρομοι στην Αρχαία Ελλάδα», στο Αλεξάνδρεια. Σιδηρόδρομος και πόλη. 1894-1994. Αφιερωματική έκδοση για τα 100 χρόνια σιδηροδρομικής σύνδεσης Θεσσαλονίκης- Μοναστηρίου και η επίδραση στην Αλεξάνδρεια. Αλεξάνδρεια 1994, σ. 11-12.

[4] Όλγα Τραγανού – Δεληγιάννη «Οι σιδηρόδρομοι και η ιστορία τους. Έρευνες και προσπάθειες διάσωσης και προστασίας» Ιστορία της Νεοελληνικής Τεχνολογίας, Α΄ τριήμερο εργασίας, Πάτρα 21-23 Οκτωβρίου 1988, Πρακτικά, Αθήνα (ΠΤΙ ΕΤΒΑ) 1991, σ. 154. Πρβλ. Κ. Γ. Αμπακούμκιν, Σιδηρόδρομοι, Αθήνα (Συμμετρία), 1990.

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Σιδηρόδρομος Μεταλλείων Χαλκού Ναρθακίου Λαμίας (Narthaki, Lamia Mines Railway)



Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου

Με το Βασιλικό Διάταγμα της 31ης Μαΐου 1868 παραχωρήθηκε στον Επαμεινώνδα Δημολούλια, υιό και εκ διαθήκης κληρονόμο του Δήμου Λούλια, ιδιοκτήτη του χωριού Λιμογάρδιου Λαμίας (σημ. Ναρθάκι) το μεταλλείο χαλκού που προϋπήρχε στην περιοχή εκτάσεως 5.600 περίπου στρεμμάτων[1].
Στον προαναφερθέντα χώρο προϋπήρχαν υπόγειες μεταλλευτικές στοές δεξιά και αριστερά του διασχίζοντος την περιοχή χειμάρρου. Ο Δημολούλιας  κατασκεύασε φρέατα και νέες μεταλλευτικές στοές στις οποίες τοποθέτησε δίκτυα μεταθετών σιδηροτροχιών πλάτους 600mm (Decauville) για τις ανάγκες φόρτωσης και μεταφοράς των μεταλλευμάτων.
© Οίκος Δημοπρασιών Α. Καραμήτσου
Θεσσαλονίκη
Στις 21 Δεκεμβρίου 1888 το μεταλλείο μεταβιβάστηκε (συμβόλαιο 12249/1888 του συμβολαιογράφου Λαυρίου Ν. Γεωργίου) στους Σπυρίδωνα Δεσπόζιτο και Γουλιέλμο Κάρρ. Οι τελευταίοι ανακαίνισαν τις εγκαταστάσεις με την ανέγερση νέων οικίσκων εργατών και αποθηκών και επέκτειναν το σιδηροδρομικό δίκτυο σε όλο το χώρο του μεταλλείου. Η οριστική μεταβίβαση του μεταλλείου από τον Επ. Δημολούλια στους προαναφερθέντες πραγματοποιήθηκε στις 7 Μαΐου 1891 (Συμβόλαιο 2842/1891 του συμβολαιογράφου Αθηνών Ηλία Δ. Τσοκά)[2].
Την ίδια χρονιά (24 Νοεμβρίου 1891) οι Σπυρίδων Δεσπόζιτος, Γουλιέλμος Κάρρ, Ιωάννης Κάρρ και Ιωάννης Δίξωνος ίδρυσαν την Ανώνυμη Μετοχική Εταιρεία «Μεταλλεία Χαλκού της Όθρυος» (έδρα Αθήνα) στην οποία μεταβίβασαν την έκταση, τις εγκαταστάσεις και τα σιδηροδρομικά δίκτυα του μεταλλείου (Καταστατικό αρ. 58461/1891 του συμβολαιογράφου Αθηνών Ηλία Γλυκοφρύδη)[3]. Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας ορίστηκε στις 1.500.000 δρχ. διαιρημένο σε 7.500 μετοχές αξίας 200 δρχ. εκάστης.  



[1]. Βασιλικό Διάταγμα (31 Μαΐου 1868): «Περί παραχωρήσεως δικαιώματος διηνεκούς μεταλλεύσεως χαλκού εις τον Επαμεινώνδαν Δημολούλιαν επί του εν Φθιώτιδι ιδιοκτήτου αυτού χωρίου Λιμογαρδίου υπάρχοντος μεταλλούχου χώρου» (ΦΕΚ 28/Α/18-6-1868).
[2]. Βασιλικό Διάταγμα (19 Οκτωβρίου 1891): «Περί εγκρίσεως της πωλήσεως κτλ. μεταλλείου χαλκού, παρακεχωρημένου τω Επ. Δημολούλιαν και κειμένου εν τω δήμω Λαμιέων» (ΦΕΚ 293/Α/21-10-1891).
[3]. Καταστατικό (24 Νοεμβρίου 1891): «Καταστατικόν της Ανωνύμου Μετοχικής Εταιρείας «Μεταλλεία Χαλκού της Όθρυος» (ΦΕΚ 27/Α/28-1-1892). Επίσης βλ. Βασιλικό Διάταγμα (23 Ιανουαρίου 1892): «Περί εγκρίσεως του καταστατικού της ανωνύμου μετοχικής εταιρείας «Μεταλλεία Χαλκού της Όθρυος» (ΦΕΚ 27/Α/28-1-1892).