Editorial

Editorial

Στην πορεία των Ελληνικών Σιδηροδρόμων, εκτός από τα ιστορικά εκείνα στοιχεία που συνθέτουν τη διαδρομή τους από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, σημαντική θέση κατέχουν οι εγκαταστάσεις και το τροχαίο υλικό, που αποτελούν «μνημεία»[1] της βιομηχανικής αρχαιολογίας της χώρας μας. Η βιομηχανική αρχαιολογία,[2] όρος σχετικά καινούργιος και σαν τέτοιος άγνωστος ίσως στο ευρύ κοινό, ερευνά, καταγράφει, διασώζει, αποκαθιστά και αναδεικνύει όλα εκείνα τα κατάλοιπα του παρελθόντος που συνθέτουν τη βιομηχανική και τεχνική μας κληρονομιά. Στην τεχνολογία των σιδηροδρόμων,[3] αναφερόμενοι σε εγκαταστάσεις, εννοούμε[4] τα κτίρια των επιβατικών σταθμών όλων των κατηγοριών, τα κτίρια των στάσεων και των φυλακίων, τους αποθηκευτικούς χώρους, τα μηχανοστάσια, τα εργοστάσια, τα κτίρια της διοίκησης και εκμετάλλευσης των γραμμών καθώς και τις κατοικίες του προσωπικού των σιδηροδρόμων. Σαν εγκαταστάσεις αναφέρονται επίσης οι σιδηροτροχιές, ο μηχανολογικός και πάσης φύσεως τεχνικός εξοπλισμός και τα τεχνικά έργα, όπως είναι τα αναχώματα, οι γέφυρες και οι σήραγγες. Αναφερόμενοι στο τροχαίο υλικό εννοούμε, τις μηχανές και τα βαγόνια όλων των τύπων και κατηγοριών. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις και τα μεγάλα τεχνικά έργα, που δημιουργήθηκαν από τις εταιρείες που κατασκεύασαν τα σιδηροδρομικά δίκτυα και πού διασώζονται μέχρι σήμερα, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αργοπεθαίνουν από τα στοιχεία της φύσης αλλά και από την αδιαφορία και τα συμφέροντα των ανθρώπων. Σκοπός του ιστολογίου είναι να παρουσιάσει μία γενική εικόνα των κτιριακών εγκαταστάσεων και του μουσειακού κυρίως τροχαίου υλικού, των σιδηροδρομικών δικτύων της Μακεδονίας, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Και αυτό γίνεται στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας, που σκοπό έχει, αφ’ ενός να ενημερώσει και να ευαισθητοποιήσει το ευρύ κοινό, αφ’ ετέρου, να θέσει τους αρμόδιους ενώπιον των ευθυνών τους σε ζητήματα που αφορούν την πολιτιστική και τεχνολογική κληρονομιά της Ελλάδας. Τη σιδηροδρομική μας κληρονομιά. Στην αυγή του 21ου αιώνα, ο αέρας του εκσυγχρονισμού που πνέει στους Ελληνικούς Σιδηροδρόμους, παρασέρνει και αφανίζει συνάμα, ιστορία ενός και πλέον αιώνα.



[1] Η κήρυξη κτιρίου ως έργου τέχνης ή ιστορικού διατηρητέου μνημείου γίνεται σύμφωνα με το Ν. 1469/1950 «περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενέστερων του 1830», με το άρθρο 52 του Κ.Ν. 5351/1932 «περί Αρχαιοτήτων» και με το Ν. 2039/1992 «περί κύρωσης της σύμβασης για τη προστασία της Αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης».

[2] Ο πρώτος που προσδιόρισε τον όρο Βιομηχανική Αρχαιολογία ήταν ο Donald Dudley, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας, στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και οι πρώτες μελέτες οφείλονται στον καθηγητή Michael Rix. Bλ. Rainer Slotta, Εισαγωγή στη Βιομηχανική Αρχαιολογία, Μτφ. Άγη Παπαδοπούλου, Αθήνα (ΠΤΙ. ΕΤΒΑ), 1992 και Pinard Jacques, Η Βιομηχανική Αρχαιολογία, Μτφ. Γιώργου Σπανού, Αθήνα (ΠΤΙ. ΕΤΒΑ), 1992.

[3] Οι απαρχές της τεχνικής των σιδηροδρόμων σύμφωνα με την γνώμη πολλών ειδικών, βρίσκονται στην αρχαία Ελλάδα. Βλ. Εισήγηση του Χ. Η. Χαλαζιά, στο Α΄ Βαλκανικό Συνέδριο με θέμα «Σιδηρόδρομοι και Πολιτισμός», Θεσσαλονίκη 4 -5 Νοεμβρίου 1994. Πρβλ. Τότε τ. 56 (1995), σ. 9, Δ. Παπαδημητρίου, «Σιδηρόδρομοι στην Αρχαία Ελλάδα», στο Αλεξάνδρεια. Σιδηρόδρομος και πόλη. 1894-1994. Αφιερωματική έκδοση για τα 100 χρόνια σιδηροδρομικής σύνδεσης Θεσσαλονίκης- Μοναστηρίου και η επίδραση στην Αλεξάνδρεια. Αλεξάνδρεια 1994, σ. 11-12.

[4] Όλγα Τραγανού – Δεληγιάννη «Οι σιδηρόδρομοι και η ιστορία τους. Έρευνες και προσπάθειες διάσωσης και προστασίας» Ιστορία της Νεοελληνικής Τεχνολογίας, Α΄ τριήμερο εργασίας, Πάτρα 21-23 Οκτωβρίου 1988, Πρακτικά, Αθήνα (ΠΤΙ ΕΤΒΑ) 1991, σ. 154. Πρβλ. Κ. Γ. Αμπακούμκιν, Σιδηρόδρομοι, Αθήνα (Συμμετρία), 1990.

Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Σιδηρόδρομος Αλυκών Κίτρους Πιερίας (Kitros Pieria Saltworks Railway)



 
Οι Αλυκές του Κίτρους

Από τον Αλέκο Αγγελίδη

Δημοσιεύθηκε στις 25 Ιουλίου 2013 στο ψηφιακό περιοδικό «Μνήμες» http://diasporic.org/mnimes/archives/i-alikes-tou-kitrous

Στην παραλία του Κίτρους και στην αρχαία θέση Αθεράδα, όπου και το ακροτήριο Αθερίς, εκεί που πιστεύονταν και πιστεύεται ότι υπήρχε το αρχαίο λιμάνι της Πύδνας, υπάρχουν σήμερα εγκαταστάσεις παραγωγής άλατος. Οι Αλυκές.
Οι Αλυκές βρίσκονται 5 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά του Κίτρους και η ολική τους έκταση ανέρχεται γύρω στις 10 χιλιάδες στρέμματα, απ’ τα οποία 3725 καλύπτει το εκμεταλλεύσιμο σήμερα τμήμα τους. Απ’ αυτά, τα 1440 καλύπτει η λίμνη, η οποία θεωρείται σαν πρώτος χώρος προθέρμανσης του θαλασσινού νερού. Τα άλλα 1545 στρέμματα αποτελούν τους χώρους κανονικής προθέρμανσης, τις λεγόμενες «θερμάστρες» και τα υπόλοιπα 140 είναι τα κυρίως αλατοπήγια ή τα γνωστά «τηγάνια».
Το πότε ακριβώς ιδρύθηκαν οι αλυκές του Κίτρους μας είναι άγνωστο.Απ’ τα στοιχεία που έχουμε σήμερα στα χέρια μας, φαίνεται ότι ιδρύθηκαν τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης των Τούρκων στη Μακεδονία ή και πριν απ’ την εποχή της τουρκοκρατίας. Δηλαδή τον καρό των Βυζαντινών.
Απ’ όσα γράφουν, όμως, οι αρχαίοι συγγραφείς για τα μέτρα που πήραν οι Ρωμαίοι στη Μακεδονία, ύστερα απ’ την κατάληψη της Πύδνας απ’ τον Αιμίλιο Παύλο το 160 π.Χ., σχετικά με τη δέσμευση των βασιλικών μονοπωλιακών επιχειρήσεων των δασών, των μεταλλείων και του άλατος, αφήνεται θύρα ανοιχτή για να υποθέσουν μερικοί την ενδεχόμενη ύπαρξη αλυκών εδώ και σε κείνους τους χρόνους.
Πρέπει, όμως, την εποχή της άλωσης της Πύδνας απ’ τον Αιμίλιο Παύλο και την υποδούλωση της Μακεδονίας στους Ρωμαίους, να μην υπήρχαν αλυκές στην περιοχή, γιατί οι νόμοι που θέσπισε το Συνέδριο της Αμφίπολης το 167 ομιλούν για απαγόρευση εξαγωγής ξυλείας και εισαγωγής άλατος. Αυτό μας αφήνει να υποθέσουμε χωρίς πολλές δυσκολίες, ότι μέχρι τότε θα πρέπει να γίνονταν εισαγωγή άλατος στη χώρα. Εάν υπήρχε αλάτι σε σοβαρές ποσότητες στη Μακεδονία, δε θα υπήρχε ίσως λόγος να θεσπιστούν διατάξεις που να απαγορεύουν την εισαγωγή του, δεδομένου ότι η ίδια η ύπαρξη του προϊόντος σε αφθονία θα απέτρεπε την είσοδο και άλλου άλατος από άλλα μέρη. Εάν έτσι είχαν τα πράγματα, θα διατυπώνονταν μάλλον διαφορετικοί κανονισμοί, οι οποίοι θα ρύθμιζαν όχι την εισαγωγή αλλά την εντός της χώρας διακίνησή του.
Δεν αποκλείεται, να υπήρχαν αλοπήγια μικρής έκτασης, των οποίων η περιορισμένη παραγωγή να επέβαλε την περαιτέρω εισαγωγή άλατος από άλλα παραγωγικά μέρη. Η εμπορία δε του απαραίτητου αυτού προϊόντος, να ήταν τόσο προσοδοφόρα και το κέρδος τόσο σημαντικό, ώστε η εκμετάλλευσή του να ανήκε αποκλειστικά στους βασιλιάδες της χώρας, όπως και η ξυλεία και τα μεταλλεία.
Την αρχαιότερη πληροφορία που έχουμε για τις αλυκές του Κίτρους την αντλούμε απ’ τα γραφόμενα του Giovani Maria Degili Angiollelo. Ο Βενετός Giovani Angiollelo ξεμπαρκάρισε με τον αδελφό του Grancesco στον Έγριπο, το Σεπτέμβριο του 1468 και πήρε μέρος στον τότε τουρκοβενετικό πόλεμο. Δυο χρόνια αργότερα, το 1470, πιάστηκε αιχμάλωτος απ’ το σουλτάνο Μωάμεν το Β΄ όταν η Χαλκίδα έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Με μια μεγάλη φάλαγγα αιχμαλώτων, που κατευθύνονταν για την Κωνσταντινούπολη, πέρασε τον Πλαταμώνα και έφτασε στο Κίτρος, όπου και διανυκτέρευσε. Εδώ θα γράψει ο Giovani στο ημερολόγιό του: «Διανυκτερεύσαμε στο Κίτρος με τις πολλές αλυκές». Απ’ τα λεγόμενα του Angiollelo συμπεραίνουμε εύκολα, ότι οι αλυκές θα πρέπει να είχαν ιδρυθεί χρόνια πριν, για να είναι το 1470 «πολλές», ώστε ο αριθμός των αλοπηγίων και η έκτασή τους να κάνουν εντύπωση στον Ιταλό αιχμάλωτο και να το σημειώσει σα χαρακτηριστικό σημάδι και διακριτικό της περιοχής στο ημερολόγιό του.
Από διάφορα τουρκικά έγγραφα διαπιστώνεται η ύπαρξη και η λειτουργία των αλυκών της «Τούζλας», όπως την αποκαλούσαν οι Τούρκοι τον 16ο αιώνα. Απ’ το φιλολογικό κατάστιχο που προαναφέραμε (Κεφ. 25 σελ. 74), το οποίο ανάγεται στην εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή (1527-28) και που βρέθηκε στα αρχεία του Τεφτέρ-Χανέ της Πόλης, μαθαίνουμε τα ονόματα των Κιτριωτών που εργάζονταν τότε στις αλυκές του χωριού. Από μια καταδικαστική απόφαση του ιεροδικείου της Βέροιας, η οποία ανάγεται στο έτος 1725 και αναφέρεται σε ένα επεισόδιο που έγινε στο διπλανό χωριό, το Ελευθεροχώρι, με πρωταγωνιστή κάποιον τούρκο φύλακα της αλυκής, ονομαζόμενο Μουσταφά, μαθαίνουμε ότι οι αλυκές τότε υπήρχαν και εργάζονταν και διευθυντής τους ήταν κάποιος επίσης Τούρκος, ονομαζόμενος Χαλίλ. Επίσης, από άλλο σουλτανικό έγγραφο πληροφορούμαστε, ότι τις προσόδους των αλυκών του Κίτρους, μαζί με τις προσόδους των αλυκών του Καραμπουρνού, είχε το 1830 ο Τούρκος πολυτσιφλικάς και μεγαλοεπιχειρηματίας απ’ τις Σέρρες Γιουσούφ Μουχλίς πασάς, γιος του Ισμαήλ μπέη των Σερρών, ο οποίος, για διάφορους λόγους, είχε πέσει στη δυσμένεια του σουλτάνου, γι’ αυτό και με το παραπάνω έγγραφο διατάζονταν ο βαλής Μουσταφά πασάς να καταγράψει την περιουσία και τις προσόδους του Γιουσούφ.
Την εποχή εκείνη και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, η έκταση των αλυκών ήταν λιγότερη απ’ τη σημερινή. Τα αλοπήγια ή τα «τηγάνια», όπως λέγονται, ήταν πολύ μικρότερα απ’ τα σημερινά και βρίσκονταν προς το νότιο άκρο των σημερινών υδάτινων εκτάσεων προθέρμανσης του θαλασσινού νερού, τις γνωστές «θερμάστρες». Το αλάτι δε που παράγονταν τότε ήταν λιγότερο και κατώτερης ποιότητας απ’ το σημερινό. Τα τηγάνια παραγωγής βρίσκονταν κοντά στο σημερινό μηχανοστάσιο και το παραγόμενο αλάτι συγκεντρώνονταν δίπλα σ’ αυτό και προς την πλευρά του Κορινού. Λίγο πιο πάνω, κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή, που δεν υπήρχε τότε και από το κάτω μέρος της, υπήρχε πετρόκτιστο κτίριο, όπου στεγάζονταν τα γραφεία της αλυκής και η αστυνομία.
Απομεινάρια ερειπίων και σημάδια εκείνου του κτιρίου υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Μετά την απελευθέρωση (1912) χτίστηκαν και δυο άλλα διώροφα κτίρια, «τα κονάκια», όπως είναι γνωστά, που βρίσκονται στον ίδιο περίπου χώρο αλλά λίγο ψηλότερα και δεξιά της σιδηροδρομικής γραμμής Κίτρους–Κατερίνης, προς την πλευρά του Κίτρους. Τα γραφεία της αλυκής μεταφέρθηκαν σ’ αυτά και σ’ αυτά στεγάζονταν και οι οικογένειες των μόνιμων υπαλλήλων και τεχνιτών της. Σαν διοικητήριο της αλυκής παρέμειναν τα κονάκια ως το 1957. Τότε, πυρκαγιά κατέστρεψε το προς νότο ευρισκόμενο κτίριο και αποτέφρωσε και σχεδόν όλο το αρχείο της αλυκής. Το 1958 τα γραφεία μεταφέρθηκαν στην Κατερίνη, όπου και εδρεύουν από τότε.
Τα δύο αυτά κτίρια, όπως και το κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού, λεηλατήθηκαν απ’ τους κατοίκους του Κίτρους και των γύρω χωριών τον καιρό της κατοχής και μάλιστα αμέσως μετά την είσοδο των Γερμανών στην Πιερία. Τότε, λόγω της εισβολής των Γερμανών και της σύγχυσης του πολέμου, οι υπάλληλοι τα είχαν εγκαταλείψει και είχαν καταφύγει στις ιδιαίτερες πατρίδες τους ή και σε ασφαλέστερους κατά την κρίση τους τόπους. Έτσι, οι Κιτριώτες εξόρμησαν ένα πρωί και με κάρα και ζώα άρπαξαν ό,τι ήταν δυνατό να μεταφερθεί. Από ρούχα και έπιπλα, μέχρι πόρτες και παντζούρια παραθύρων. Μάλιστα, κάποιος πήρε απ’ το σταθμό και τη μηχανή έκδοσης εισιτηρίων.
Με το χτίσιμο των δύο νέων κονακίων και τη μεταφορά της διοίκησης σ’ αυτά, το αρχικό τούρκικο κονάκι, καταστραμμένο και μισοερειπωμένο πια, εγκαταλείφτηκε και σ’ αυτό έβρισκαν άσυλο για μερικά χρόνια ορισμένοι μικροτεχνίτες της αλυκής και άλλοι χειρώνακτες εργάτες ή αγωγιάτες, που έφταναν εδώ από άλλα μακρινότερα χωριά για να εργαστούν στις διάφορες εποχιακές εργασίες και ιδίως τον καιρό της συγκομιδής του αλατιού. Τότε, αχολογούσε όλος ο γύρω τόπος απ’ τα κουδούνια των μουλαριών των Κολινδρινών και των Βλάχων, που έρχονταν ομαδικά με τα ζώα τους απ’ τον Κολινδρό ή τα Χάσια και άλλες μακρινές περιοχές, για να εργαστούν στην εξόρυξη. Η παρουσία τους άλλαζε τελείως την όψη της περιοχής και τα μουλάρια τους, που πολλές φορές έφταναν ή ξεπερνούσαν τα 500 και που ασταμάτητα πηγαινοέρχονταν στα τηγάνια, κουβαλώντας το αλάτι έξω απ’ αυτά ή έβοσκαν σκορπισμένα στα γύρω λιβάδια, κατέκλυζαν και αναστάτωναν τον τόπο. Όλοι αυτοί οι εργάτες έβρισκαν άσυλο στο παλιό κονάκι και γύρω απ’ αυτό, γι’ αυτό και το κτίριο από τότε είχε μετονομαστεί σε ‘’Άσυλο’’ κι έτσι ήταν γνωστό ως τις μέρες μας.
Οι οικογένειες των υπαλλήλων και των μόνιμων εργατοτεχνιτών της αλυκής, που διέμεναν στα κονάκια ή στις άλλες εγκαταστάσεις της, αποτελούσαν παλιότερα ξεχωριστό οικισμό, ο οποίος, όμως, υπάγονταν στην Κοινότητα Πύδνης. Μέχρι το 1927, ο οικισμός αυτός ονομάζεται συνοικισμός Τούζλας. Με το διάταγμα, όμως, της 20.8.1927, ΦΕΚ  Α179/1927 μετονομάστηκε σε συνοικισμό Αλυκής. Στην απογραφή του 1920, ο συνοικισμός Τούζλας έχει 4 κατοίκους. Στις δε κατοπινές απογραφές, ο συνοικισμός της Αλυκής έχει τους εξής κατοίκους αντίστοιχα: Το 1928 είχε 32 κατοίκους, το 1949, 54 κατοίκους και το 1951, 30 κατοίκους. Μετά, συγχωνεύεται με την Κοινότητα Πύδνης και δεν τηρούνται πλέον ξεχωριστά στοιχεία.
Τα πρώτα χρόνια του αιώνα μας, σύμφωνα με μαρτυρία ενενηκονταετούς και πλέον γέροντα, οι περισσότεροι χειρόνακτες εργάτες που δούλευαν στην αλυκή ήταν, όπως προαναφέραμε, Κολινδρινοί. Η συγκομιδή γίνονταν με ξύλινα εργαλεία και η μεταφορά απ’ τους χώρους παραγωγής στο χώρο συγκέντρωσης με ζώα και κάρα. Αργότερα, την αλυκή εξυπηρετούσαν σε εργατικά χέρια κυρίως οι Κιτριώτες. Οι εργασίες, με την πάροδο του χρόνου, γίνονταν πιο συστηματικές και η μεταφορά εκτελούνταν με βαγονάκια, τα οποία κινούμενα πάνω τε μετακινούμενες σιδηρογραμμές, έφταναν ως μέσα στα τηγάνια, όπου φορτώνονταν με τα φτυάρια και μεταφέρονταν σπρωχνόμενα από δυο εργάτες μέχρι το χώρο της συγκέντρωσης.
Τα έργα και οι εγκαταστάσεις της σημερινής αλυκής ανάγονται στην πρώτη μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας περίοδο. Ο σχεδιασμός της ανατέθηκε απ’ το ελληνικό Δημόσιο το 1917 στον Ισπανό εμπειροτέχνη αλυκών Ιωσήφ Σαντόζα, όπως φαίνεται απ’ τη σχετική σύμβαση, η οποία κυρώθηκε με το Β.Δ. της 30.9.1917 (ΦΕΚ 220/9.10.1917).
Σήμερα, απ’ τις 10 χιλιάδες στρέμματα που συγκροτούν την ολική έκταση της αλυκής, μόνο τα 140, όπως είδαμε, αποτελούν την κύρια αλοπηγική επιφάνεια, τα λεγόμενα τηγάνια. Τα υπόλοιπα αποτελούν τη λίμνη, τις θερμάστρες, τον τόπο συγκέντρωσης και συσσώρευσης του αλατιού, τους χώρους των διαφόρων άλλων εγκαταστάσεων, καθώς και νεκρές εκτάσεις για ενδεχόμενη επέκταση των εγκαταστάσεων.
Το αλάτι εδώ παράγεται απ’ την αξάτμιση του θαλασσινού νερού, η οποία γίνεται με την απλή ακτινοβολία του ήλιου στην περίοδο του καλοκαιριού. Προπολεμικά και ιδίως την περίοδο γύρω στο 1930, η αλυκή, με την εποχιακή εργασία που πρόσφερε, ήταν ένας ουσιώδης πόρος ζωής για τους φτωχούς και ακτήμονους τότε Κιτριώτες. Αλλά και νωρίτερα, πάρα πολλοί Κιτριώτες προσπαθούσαν να ποριστούν τα «προς το ζειν», δουλεύοντας στην αλυκή.
«Όταν ήμουν 12-13 ετών», μας λέγει ο Βαγγέλης Δημολιός, που είναι σήμερα 88 χρονών, «δούλεψα εργάτης στην αλυκή. Στην παλιά αλυκή. Σ’ εκείνη που ήταν κοντά στο μηχανοστάσιο. Η καινούρια αλυκή, δηλαδή τα σημερινά τηγάνια, τότε γίνονταν. Κουβαλούσα μ’ ένα καροτσάκι μέσα σε ντενεκέδες νερό από μια πηγή για τους εργάτες που δούλευαν όλη τη μέρα, βουτηγμένοι στη μαύρη βαριά λάσπη μέσα στα τηγάνια τον καιρό της εξόρυξης του αλατιού. Οι περισσότεροι τότε ήταν Κολινδρινοί κι έσπαζαν τα πηγμένα αλάτια με κάτι χοντρά ξύλινα γράβαλα σα τζουγκράνες. Δεν ξέρω πόσο πληρώνονταν εκείνοι τότε. Εμένα με πλήρωναν πέντε δραχμές την ημέρα. Είχα δουλέψει εκείνο το καλοκαίρι 20 μέρες και πήρα 100 δραχμές. Σαν έφερα τα λεφτά στη μάνα μου γέμισε από χαρά. Ήταν μεγάλο πράγμα να έχει κανείς τότε εκατό δραχμές μαζωμένες στα χέρια του. Και ιδιαίτερα φτωχιές οικογένειες σαν κι εμάς, που ήμασταν έξι στόματα και μας έλλειπαν τα πάντα».
Με την απελευθέρωση του Κίτρους (1912) και ως το 1935, τις αλυκές συνέχισαν να καλλιεργούν εργολαβικά διάφοροι ιδιώτες. Ο πρώτος γνωστός ιδιώτης εργολάβος είναι ο Ελληνοεβραίος Μόλχο απ’ τη Θεσσαλονίκη. Μετά, η εκμετάλλευση δόθηκε σε άλλες ιδιωτικές εταιρίες και το 1935 την ανέλαβε το ελληνικό Δημόσιο, το οποίο την καλλιεργεί και την εκμεταλλεύεται μέχρι σήμερα. Γνωστά άτομα που εκμεταλλεύτηκαν κατά καιρούς για λογαριασμό τους ή για λογαριασμό εταιριών την αλυκή στο παραπάνω διάστημα είναι: Μαντζιώτης, Διαλετής, Σταθάκης, Γαβαλάς, Παπακονδύλης. Το 1935, η αλυκή περιήλθε στο Δημόσιο και η εκμετάλλευσή της γίνεται από τότε με αυτεπιστασία του. Ο πρώτος επιτηρητής που τοποθετήθηκε σ’ αυτή απ’ το Κράτος ήταν ο Κωνσταντίνος Πάικος, τον οποίο διαδέχτηκε ο Χάρης Θεοχάρης κι εκείνον ο Κωνσταντίνος Σπαντιδάκης. Μετά το Σπαντιδάκη ήρθε ο Νικ. Αλεξίου κι ύστερα απ’ αυτόν ο Φιλάρετος Μαγγίνας. Ο Ν. Αλεξίου, φεύγοντας από δω, μετατέθηκε στη Μυτιλήνη, όπου τον καιρό της κατοχής πιάστηκε απ’ τους Γερμανούς σαν αντιστασιακός και στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Πολωνία. Στο Άουσβιτς. Εκεί, υποφέροντας τα πάνδεινα, κατάφερε τελικά να επιζήσει και με τη λήξη του πολέμου να επιστρέψει στην Ελλάδα και να ξανατοποθετηθεί για κάποιο διάστημα επιτηρητής και πάλι στην αλυκή του Κίτρους.
Ο Φιλάρετος Μαγγίνας υπηρέτησε στις αλυκές τον καιρό της κατοχής και το 1943 πιάστηκε κι αυτός απ’ τους συνεργάτες των Γερμανών, μαζί με δυο Κιτριώτες φύλακες της αλυκής Βαγγέλη Μανωλόπουλο και Βαγγέλη Θεολόγη. Κι οι τρεις κατηγορήθηκαν ότι προωθούσαν τρόφιμα και αλάτι στους αντάρτες των βουνών, χαρακτηρίστηκαν σαν επικίνδυνοι αντιστασιακοί και κλείστηκαν στα κρατητήρια της Γκεστάπο στην Κατερίνη. Λέγεται, πως εκεί τους ζητήθηκαν χρήματα απ’ τους τότε Έλληνες συνεργάτες της  Γκεστάπο, οι οποίοι και τους είχαν συλλάβει. Ο Μαγγίνας πλήρωσε και γλίτωσε. Οι άλλοι δυο συγκρατούμενοί του, πάλι κατά τις ίδιες πηγές, δεν πλήρωσαν ό,τι τους ζήτησαν και εκτελέστηκαν το Νοέμβριο του 1943 στο αεροδρόμιο της Κατερίνης, μαζί με άλλους πατριώτες.
Σήμερα, επιτηρητής της αλυκής είναι η δίδα Χατζηλεοντή Ξάνθη, με προϊστάμενο του τεχνικού τμήματος τον  Παπαχρήστου Ηλία. Τα γραφεία διοίκησής της εδρεύουν στην Κατερίνη και υπάγονται στο Υπουργείο Βιομηχανίας.
Η θέση της Αλυκής Κίτρους, σαν ευρισκόμενη δίπλα στο λιμάνι, κοντά στην κύρια οδική αρτηρία της χώρα, με την οποία συνδέεται με ασφαλτόδρομο και πλάι στη σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών–Θεσσαλονίκης, με την οποία συνδέεται με παρακαμπτήρια γραμμή είναι προνομιούχα, σε σχέση με πολλές απ’ τις άλλες αλυκές της χώρας.
Επιπλέον, επειδή η γύρω έκτασή της είναι πρόσφορη για αλατοκαλλιέργεια, μελετάται η επέκταση του χώρου της, η βελτίωση και ο εκσυγχρονισμός των εγκαταστάσεων παραγωγής και συγκέντρωσης του αλατιού. Λόγω δε της μεγάλης ομαλότητας του παρακείμενου και γειτονικού προς το χώρο εδάφους, είναι δυνατός και εύκολος ο διπλασιασμός της σημερινής έκτασής της. Ήδη το Υπουργείο Δημοσίων Έργων διέθεσε σημαντικά κονδύλια για τη βελτίωσή της και σήμερα υπάρχει προϋπολογισμός 118 εκατομμυρίων δραχμών για έργα επέκτασης και εκσυγχρονισμού των εγκαταστάσεών της. Ας σημειωθεί εδώ, ότι η κύρια μηχανή δύναμης 50 ίππων, που χρησιμοποιείται για την τροφοδότηση των εγκαταστάσεων με θαλασσινό νερό και τη διακίνησή του στις θερμάστρες και τα τηγάνια είναι παλιότατου τύπου και τοποθετήθηκε εκεί τον καιρό της τουρκοκρατίας. Την ίδια περίπου ηλικία έχουν και τα βαγονάκια και οι σιδηρογραμμές που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά του αλατιού στους χώρους συγκέντρωσης.
Τον καιρό της κατοχής, οι Γερμανοί, για την καλύτερη φρούρηση της περιοχής της Αλυκής και των εκεί ακτών γενικότερα, είχαν χτίσει στο ανατολικό άκρο της, προς τη θάλασσα, πέτρινο ψηλό πύργο, με πολυβολεία και πολεμίστρες και στην κορφή του είχαν εγκαταστήσει μεγάλο, περιστρεφόμενο προβολέα. Παρ’ όλα αυτά, όμως. πολύ αλάτι έφευγε έξω απ’ τις εγκαταστάσεις τη νύχτα και τη μέρα. Επίσης, αρκετό διοχετεύονταν προς τους αντάρτες.Φαίνεται πως οι Γερμανοί δεν ενδιαφέρονταν τόσο για τη διαφύλαξη του αλατιού, όσο για την ασφάλεια και τη φρούρηση της περιοχής από τυχόν επιθέσεις εχθρικών κομάντος ή προσεγγίσεις υποβρυχίων κλπ. Το αλάτι που παίρνονταν λίγο-λίγο, πότε κρυφά και πότε φανερά απ’ τους κατοίκους του Κίτρους και των γύρω χωριών εκείνη την εποχή, αποτελώντας είδος πρώτης ανάγκης για άλλες περιοχές, ανταλλάσσονταν με είδη επίσης πρώτης ανάγκης για τούτο τον τόπο, όπως λάδι, σαπούνι, ελιές κλπ, τα οποία κατέφταναν εδώ με καΐκια ή ζώα από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Έτσι, συνέβαλε πάρα πολύ στο να μην πεθάνουν άνθρωποι απ’ την πείνα. Ένα μεγάλο μέρος, όμως, πουλιόταν συστηματικά στη μαύρη αγορά από ανθρώπους που είχαν τα μέσα και τη δύναμη εκείνη την εποχή.
Σήμερα, η αλυκή απασχολεί σα μόνιμο προσωπικό όλο το χρόνο 6 άτομα. Τον καιρό δε της καλλιέργειας και της συγκομιδής, εργάζονται στις προκαταρκτικές κλπ, εργασίες γύρω στους 150 εργάτες, ανάλογα πάντοτε με την παραγωγή της χρονιάς, που είναι συνάρτηση των καιρικών συνθηκών, που θα επικρατήσουν απ’ την 1η  Απριλίου μέχρι το Σεπτέμβριο. Η σημερινή παραγωγή της αλυκής Κίτρους ανέρχεται σε 5 χιλιάδες τόνους και αντιστοιχεί σε 4 περίπου χιλιόγραμμα ανά τετραγωνικό μέτρο, ενώ η μέση τιμή για το μεσογειακό χώρο ανέρχεται σε 10 με 12 χιλιόγραμμα ανά τετραγωνικό μέτρο. Με την επέκταση, όμως και τα άλλα έργα βελτίωσης που προβλέπονται, η παραγωγή της είναι δυνατό να φτάσει τους 35 χιλιάδες τόνους.
Αλυκές Κίτρους, Γενική άποψη εγκαταστάσεων
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Γενική άποψη εγκαταστάσεων
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Απομεινάριατης παλαιάς σκάλας φόρτωσης
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Γενική άποψη εγκαταστάσεων
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Γενική άποψη εγκαταστάσεων
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Γενική άποψη εγκαταστάσεων
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Γενική άποψη εγκαταστάσεων
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Γενική άποψη εγκαταστάσεων
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Κεντρικό Μηχανοστάσιο
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Κεντρικό Μηχανοστάσιο
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Κεντρικό Μηχανοστάσιο
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Κεντρικό Μηχανοστάσιο
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Γενική άποψη εγκαταστάσεων
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Εργοστασιακή πλάκα κατασκευής
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Το Βιομηχανικό Σιδηροδρομικό Δίκτυο των Αλυκών. 

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου

Το 1916 η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης εγκατάστησε σιδηροδρομικό δίκτυο (Decauville) και ίδρυσε τεχνικά έργα για την αξιοποίηση των αλυκών[1].

Στις 17 Οκτωβρίου 1917 καταστράφηκαν ολοκληρωτικά οι αλυκές Κίτρους όταν καταρρακτώδεις βροχές παρέσυραν 100.000 οκάδες άλατος και κατέστρεψαν τα τεχνικά έργα υποδομής που είχαν κατασκευαστεί το 1916. Οι ζημιές ξεπέρασαν τις 150.000 δραχμές[2].

Το 1918 επρόκειτο να υπογραφεί η σύμβαση της εκμετάλλευσης των αλυκών μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του ανάδοχου εργολάβου η οποία θα ήταν δεκαπενταετούς διάρκειας.

► Βασιλικό Διάταγμα (5 Μαρτίου 1918): «Περί της δι’ εργολαβίας καλλιεργείας των αλυκών Κίτρους και Καραμπουρνού» (ΦΕΚ 51/Α/9-3-1918).

Η προκήρυξη της σύμβασης περιλάμβανε 24 άρθρα. Περιλαμβανόταν η κατασκευή σταθερών και φορητών σιδηροδρομικών γραμμών Decauville, κτιριακές και μηχανολογικές εγκαταστάσεις, αντλιοστάσιο, αποβάθρα φόρτωσης, συνδετήρια γραμμή με το κεντρικό σιδηροδρομικό δίκτυο κλπ (άρθρο 1). Η μεταφορά του άλατος μετά την εξόρυξη εκάστου αλοπηγίου θα πραγματοποιούνταν με βαγονέτα Decauville (άρθρο 8). Επρόκειτο να πραγματοποιηθεί παράδοση και παραλαβή όλων των σιδηροδρομικών κατασκευών (παλαιών και μεταγενέστερων) αμέσως μετά την υπογραφή και τη λήξη της σύμβασης (άρθρο 24). Στον προϋπολογισμό της δαπάνης για την κατασκευή της αλυκής Κίτρους, μεταξύ των άλλων υποχρεώσεων του αναδόχου σε κτιριακές και μηχανολογικές κατασκευές και σε χωματουργικά έργα, περιλαμβάνονται επίσης:

α) Η προμήθεια 20 βαγονέτων γραμμής Decauville (πλάτους 600mm), χωρητικότητας 3/4 του κυβικού μέτρου, κενουμένων αμφοτέρων των πλευρών (αξία εκάστου βαγονέτου 600 δραχμών, σύνολο 20Χ600=12.000 δραχμές),
β) Η κατασκευή λιθόκτιστου αποβάθρας φορτώσεως του άλατος επί των φορταμαξών του Ενωτικού Σιδηροδρόμου (Παπαπουλίου-Πλατέος) συνολικού όγκου 255 κυβικών μέτρων
γ) Η κατασκευή σιδερένιας γέφυρας φορτώσεως στην οποία θα στρώνονταν με γραμμές Decauville. Επίσης ο ανάδοχος θα αναλάμβανε την επισκευή όλων των υπαρχόντων κτιριακών εγκαταστάσεων και του μηχανολογικού εξοπλισμού.
Τον προϋπολογισμό των έργων συνέταξε τον Ιανουάριο του 1918 ο οργανωτής των αλυκών στην Ελλάδα José Santonja.

Το 1923 συνδέθηκαν οι αλυκές με το κυρίως σιδηροδρομικό δίκτυο Πειραιώς-Θεσσαλονίκης με διακλάδωση σιδηροδρομικής γραμμής από τη Στάση Τούζλα συνολικού μήκους 2 χιλιομέτρων. Η σχετική σύμβαση υπογράφηκε μεταξύ του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας Α. Χατζηκυριάκου και του Υπουργού Συγκοινωνιών Λ. Σακελλαρόπουλου (για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου) και του Γενικού Διευθυντή των ΣΕΚ Γ. Δούμα. Η σύμβαση περιελάμβανε και ανάλυση του προϋπολογισμού. Για τον σκοπό αυτό απαλλοτριώθηκαν αγροτεμάχια συνολικής έκτασης 14.427,75 τ.μ. τα οποία ανήκαν στους Ιωάννη Λεϊμονόπουλο, Ευάγγελο Παπαθανασίου, Γεώργιο Κουντουργιανό, Νικόλαο Αβραάμ, Γεώργιο Πούλιο, Κωνσταντίνο Μανωλόπουλο, Ιωάννη Μπίτσιο και σε άλλους. 

► Νομοθετικό Διάταγμα (31 Ιανουαρίου 1923): «Περί χορηγήσεως δικαιώματος εις τους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας και Συγκοινωνίας, όπως αναθέσωσι διά συμβάσεως εις τους Σιδηροδρόμους του Ελληνικού Κράτους, την κατασκευή διακλαδώσεως σιδηροδρομικής γραμμής εκ της στάσεως Τούζλας μέχρι των σωρών άλατος της αλυκής Κίτρους μήκους περίπου δύο χιλιάδων (2.000) μέτρων αντί ποσού οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) δραχμών» (ΦΕΚ 45/4/10-2-1923).

► Σύμβαση (20 Μαρτίου 1923): «Σύμβασις διά την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής (βιομηχανικής διακλαδώσεως) εκ της στάσεως Τούζλας, δικτύου Πειραιώς-Πλατύ, μέχρι των σωρών άλατος της αλυκής Κίτρους μήκους δύο χιλιάδων περίπου μέτρων αντί ποσού 680.000 δραχμών» (ΦΕΚ 78/4/27-3-1923).

► Βασιλικό Διάταγμα (8 Δεκεμβρίου 1923): «Περί απαλλοτριώσεως χώρου παρά την αλυκήν Κίτρους δια την κατασκευήν παρακαμπτηρίου σιδηροδρομικής γραμμής» (ΦΕΚ 24/Α/5-2-1924).

Στο σιδηροδρομικό δίκτυο Decauville που λειτούργησε εντός των αλυκών η μετακίνηση των βαγονέτων γινόταν αρχικά από τους εργάτες και σε πολλές περιπτώσεις με άλογα. Το 1967 αγοράσθηκαν τρείς (3) δηζελάμαξες για γραμμές πλάτους 600mm. Δύο μηχανές του γερμανικού οίκου Diema με κινητήρα Deutz 11 και 17 ίππων αντίστοιχα (έτος κατασκευής 1967) και μία τύπου Schoema ισχύος 27 ίππων[3]. Αργότερα αγοράσθηκε άλλη μία. Οι δηζελάμαξες λειτούργησαν στις αλυκές μέχρι το 2000. Έκτοτε παραμένουν παροπλισμένες στις αποθήκες των αλυκών περιμένοντας ίσως την συντήρησή τους και την μεταφορά τους σε κάποιο μουσείο των βιομηχανικών σιδηροδρόμων.     

Εκφράζονται θερμές ευχαριστίες στον κύριο Γιάννη Γκιάτα, Εργοδηγό Μηχανολόγο των Αλυκών Κίτρους για την ξενάγηση, τις χρήσιμες πληροφορίες και υποδείξεις του, σχετικά με τη λειτουργία των αλυκών και του βιομηχανικού σιδηροδρομικού δικτύου (29 Ιουνίου 2010). 

Αλυκές Κίτρους, Σιδηροδρομική γραμμή Decauville
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Παλαιά Βαγονέτα Decauville
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Παλαιά Βαγονέτα Decauville
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Παλαιά Βαγονέτα Decauville
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Σιδηροδρομικές γραμμές Decauville
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Ντηζελάμαξα Νο 2 Schöttler
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Ντηζελάμαξα Νο 2 Schöttler
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Ντηζελάμαξα Νο 1
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Ντηζελάμαξα Νο 1
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Ντηζελάμαξα Νο 3
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Ντηζελάμαξα Νο 3
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Ντηζελάμαξα Νο 3
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Ντηζελάμαξα Νο 4 Schöttler
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Ντηζελάμαξα Νο 4 Schöttler
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010
Αλυκές Κίτρους, Ντηζελάμαξα Diema
© Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, 29.06.2010

[1]. Μακεδονία (Θεσσαλονίκη), φ. 2083 (17 Οκτωβρίου 1917).
[2]. Μακεδονία (Θεσσαλονίκη), φ. 2083 (17 Οκτωβρίου 1917).
[3]. Α. Χατζηγώγας, «Οι αλυκές του Θερμαϊκού», Θεσσαλονικέων Πόλις (Θεσσαλονίκη), τ. 2 (5/2000), σ. 77-86